Ήταν 24 Μαρτίου του 1999, ώρα 19:45, όταν οι πρώτοι πύραυλοι cruise εκτοξεύτηκαν από πολεμικά σκάφη του ΝΑΤΟ στην Αδριατική πλήττοντας αρχικά τα συστήματα αεράμυνας, στο Κόσοβο, στο Μαυροβούνιο και στη δυτική Σερβία.
Η διαταγή για την έναρξη των βομβαρδισμών δόθηκε στον στρατηγό Γουέσλι Κλαρκ, διοικητή των ΝATOϊκών δυνάμεων, από τον τότε Γ. Γ. του ΝΑΤΟ, τον Ισπανό Χαβιέ Σολάνα. Το όνομα της επιχείρησης, «Ευσπλαχνικός Άγγελος».
Το Κοσσυφοπέδιο και όλη η Γιουγκοσλαβία έγινε στόχος ακόμα και απαγορευμένου τύπου βομβών με θύματα χιλιάδες αμάχους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικανικού Πενταγώνου, η μία στις πέντε βόμβες που έπληξαν τη Γιουγκοσλαβία, δηλαδή περίπου 500.000 βόμβες, περιείχαν απεμπλουτισμένο ουράνιο.
Επίσης, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι επιδρομείς εξαπέλυσαν κατά της Γιουγκοσλαβίας 35.450 δέσμες από τις βόμβες διασποράς, οι οποίες είναι απαγορευμένες από τις διεθνείς συνθήκες.
Η αναφορά ενός Ισπανού πιλότου του ΝΑΤΟ, Adolfo Luis Martin de la Ηoz, ο οποίος έδρασε εκείνη την περίοδο στον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία μαρτυρά τη κτηνωδία.
«Καταστρέψαμε αυτή τη χώρα, τη βομβαρδίσαμε με όπλα της υψηλότερης τεχνολογίας, αέρια νεύρων, νάρκες με αλεξίπτωτα που εκρήγνυνται μόλις αγγίξουν το έδαφος, βόμβες που περιείχαν ουράνιο, μαύρα ναπάλμ, χημικά που επιφέρουν στείρωση, σπρέι που δηλητηριάζουν τις σοδειές κι ακόμη με όπλα για τα οποία ως σήμερα δεν ξέραμε ότι υπήρχαν. Με την καθοδήγηση των Αμερικανών, διαπράχθηκε μια από τις μεγαλύτερες βαρβαρότητες κατά της ανθρωπότητας».
«Στημένη» αφορμή
Η επίθεση του ΝΑΤΟ έγινε με πρόσχημα τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Ως λόγος προβαλλόταν η προστασία των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» των Αλβανών Κοσοβάρων από τους Σέρβους, όμως οι «παράπλευρες απώλειες» (όπως τις χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ) ανάμεσα σε αμάχους πολίτες ήταν περισσότεροι από ότι ανάμεσα στους στρατιωτικούς.
Συγκεκριμένα αφορμή στάθηκε η «σφαγή» στο Ρατσάκ, όπου η Σερβία καταγγέλθηκε ότι εξόντωσε αμάχους. Τη «σφαγή» είχε επιβεβαιώσει και το πρώην στέλεχος της CIA, τότε επικεφαλής των παρατηρητών του ΟΑΣΕ, Γουίλιαμ Γουόκερ (1995).
Η σερβική ηγεσία υπό τις καταγγελίες για εθνοκάθαρση των Αλβανών Κοσσοβάρων και καθώς καλά-καλά δεν είχε καν πάψει να ρέει το αίμα από τις προηγούμενες φάσεις διαμελισμού της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, σύρθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας από όπου αναγκάστηκε να αποσυρθεί το Φεβρουάριο του 1999 καθώς η τότε Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ωλμπράιτ πίεζε τη σερβική ηγεσία σε διαρκείς υποχωρήσεις.
Όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι νεκροί «άμαχοι» του Ρατσάκ που οδήγησαν στις διαπραγματεύσεις του Ραμπουγιέ ήταν ένοπλοι του αυτονομιστικού UCK, που στήθηκε με την αμέριστη συμπαράσταση ΗΠΑ και κυρίως Γερμανίας, Βρετανίας και Γαλλίας, και είχαν σκοτωθεί σε συγκρούσεις με το σερβικό στρατό.
Ουσιαστικά όλα ξεκίνησαν λόγο της ένοπλης εξέγερσης των Αλβανών που ήθελαν να αποσχίσουν το Κοσσυφοπέδιο από τη Σερβία, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το σήμερα -και την στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία- καθώς οι Ρώσοι μπήκαν στην Ουκρανία γιατί οι Ουκρανοί νεοναζί έσφαζαν επί σχεδόν μια δεκαετία ρωσόφωνους στο Ντονμπάς.
Ο διανοητής Νόαμ Τσόμσκι σημείωνε πως ο πραγματικός σκοπός της επέμβασης δεν είχε καμία σχέση με την ανησυχία των ΗΠΑ για τους Αλβανούς Κοσοβάρους.
«Η επέμβαση έγινε διότι η Σερβία επέλεξε να μην ακολουθήσει τις απαιτούμενες κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, κάτι που σήμαινε πως ήταν η τελευταία γωνιά της Ευρώπης η οποία δεν θα εφάρμοζε τα καθοδηγούμενα απο τις ΗΠΑ νεοφιλελεύθερα προγράμματα. Επομένως έπρεπε να εξαλειφθεί.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου