Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Έλληνες σε κίνδυνο - Επιχείρηση ''Χρυσόμαλο Δέρας''.





Γράφει ο Διονύσιος Καλαμβρέζος*


Ο πόλεμος της Αμπχαζίας

Tα γεωργιανά στρατεύματα εισήλθαν στην Αμπχαζία στις 14.8.1992, κατέλαβαν το Σουχούμι, την Γκάγγρα και μεγάλο μέρος της περιοχής, ενώ ομάδες Αμπχαζίων μαχητών και συμμάχων τους, κυρίως εθελοντών από τις δημοκρατίες του Βορείου Καυκάσου, ενεπλάκησαν αμέσως σε εχθροπραξίες κατά των γεωργιανών δυνάμεων. Επιπλέον άρχισε η ανεξέλεγκτη δράση διαφόρων ομάδων στο έδαφος της Αμπχαζίας με κλοπές, ληστείες, επιθέσεις κλπ.[1]

Τον Οκτώβριο οι αμπχαζιανές δυνάμεις ανακατέλαβαν την Γκάγγρα και η περιοχή γύρω από το Σουχούμι περικυκλώθηκε και έγινε αδύνατη η αναχώρηση των εγκλωβισμένων.[2] Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για επίλυση της κρίσης, εν μέσω σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων τόσο της Γεωργίας όσο και της Ρωσίας, δεν είχαν θετική κατάληξη.

Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τις 27.7.1993, όταν υπεγράφη η Συμφωνία του Σότσι για τερματισμό του πολέμου. Η Συμφωνία δεν τηρήθηκε, αλλά έδωσε την ευκαιρία στην Ελλάδα κατά την περίοδο κατάπαυσης του πυρός να οργανώσει την επιχείρηση απεγκλωβισμού των ομογενών, το "Χρυσόμαλλο Δέρας".[3]

Οι εγκλωβισμένοι  Έλληνες ομογενείς

Μέσα σ' αυτό το δραματικό σκηνικό οι αποκλεισμένοι ομογενείς, μέσω των ποντιακών οργανώσεων στην Ελλάδα και των ομογενειακών συλλόγων της Γεωργίας και της Ρωσίας, απηύθηναν επανειλημμένες εκκλήσεις στην ελληνική Πολιτεία, για να οργανώσει τον απεγκλωβισμό τους.

Ήδη, τον Νοέμβριο του 1992, το Υπουργείο Εξωτερικών και το ΕΙΥΑΠΟΕ (Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων), οργάνωσαν τη μετάβαση στην Ελλάδα 60 προσφύγων ομογενών, που είχαν καταφέρει να πάνε στη Μόσχα και φιλοξενούνταν με τη βοήθεια των ομογενών της ρωσικής πρωτεύουσας σε ρωσικό σανατόριο. 

Παράλληλα διενεργήθηκαν πολλά διαβήματα προς την Πρεσβεία της Γεωργίας στη Μόσχα, για να ληφθούν μέτρα για την προστασία της ζωής και των περιουσιών των ομογενών. Στις 8.2.1993 η Συνομοσπονδία των ομογενών της τ. ΕΣΣΔ, "Ο Πόντος" απηύθυνε στον τότε πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη την ακόλουθη δραματική επιστολή: "Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ, [...] θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στη δυσχερή κατάσταση, στην οποία βρίσκονται οι ομογενείς [...] στην Αμπχαζία. 

Στη ζώνη των αιματηρών ενόπλων συγκρούσεων του Σουχουμίου, παραμένουν ακόμη περί τους 2.000 Έλληνες και είναι επιτακτική η ανάγκη απομακρύνσεώς τους από εκεί. Κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες οι άνθρωποι αυτοί δεν δύνανται να απομακρυνθούν με ίδια μέσα [...] στερούνται απαραίτητων τροφίμων, ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και καυσίμων. Εξ αιτίας των βολών κατά των κατοικιών αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των τραυματιών και των φονευθέντων...". Λίγες μέρες αργότερα, στις 20.2.1993, αντιπροσωπία ομογενών από τη Γεωργία και τη Ρωσία, οι κ.κ. Πολυνείκης Σιδηρόπουλος (Ομοσπονδία Ελλήνων Ρωσίας, Έδρα: Β. Καύκασος-Σταυρούπολη), Γεώργιος Μελανιφίδης (Ένωση Ελληνικών Κοινοτήτων Ρωσίας, Έδρα: Μόσχα), Γεώργιος Σερδερίδης (Εκδότης εφημερίδας "Πόντος", Ν. Ρωσίας), Κυριάκος Ιορδάνωφ (Πρόεδρος Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Γεωργίας), Βαντίμ Αναστασιάδης (Εκδότης εφημερίδος "Ελληνική Διασπορά", Τιφλίδα) επισκέφθηκαν την τότε υφυπουργό εξωτερικών Β. Τσουδερού και αφού ανέλυσαν τη δυσχερή κατάσταση των ομογενών στην Αμπχαζία, ζήτησαν τη λήψη άμεσων μέτρων, όπως την αποστολή πλοίου, για να τους μεταφέρει στην Ελλάδα.

Η υφυπουργός, ζήτησε αμέσως υποβολή εισηγήσεων από το ΕΙΥΑΠΟΕ και άλλες αρμόδιες υπηρεσίες για το εφικτό του εγχειρήματος και συγκεκριμένα για την οργάνωση ενδεχόμενης μεταφοράς ομογενών, για προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα (ναύλωση πλοίων κ.λπ.), για τις δυνατότητες και το κόστος μεταφοράς και διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αμπχαζία και τη δυνατότητα οργάνωσης Νέων Προσωρινών Κέντρων Διαμονής, ιδίως όσον αφορά τον απαιτούμενο χρόνο οργάνωσης, το κόστος, τις προτεινόμενες τοποθεσίες κ.λπ. Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι έχει προγραμματιστεί επίσκεψη κλιμακίου του Προξενικού Γραφείου Μόσχας στη Γεωργία προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση.

Πράγματι, κλιμάκιο της Πρεσβείας της Μόσχας, αποτελούμενο από τον υπογράφοντα και τον Πρόδρομο Τεκνόπουλο μετέβη στην Τιφλίδα από 7-10.3.1993, συναντήθηκε με ομογενείς της Αμπχαζίας που είχαν καταφύγει εκεί, απεκόμισε αρκετές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στο Σουχούμι και κατά τις επαφές του με τις γεωργιανές αρχές ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει τη δυνατότητα να οργανώσει επιχείρηση απεγκλωβισμού των ομογενών. 

Προσπάθειες να μεταβεί το ανωτέρω κλιμάκιο στο Σουχούμι τον Μάιο του 1993 δεν καρποφόρησαν λόγω των μαχών. Το κλιμάκιο, από 18-23.5.1993, μετέβη στο Σότσι και το Γκελεντζίκ της Νότιας Ρωσίας, για να παράσχει συνδρομή στους πρόσφυγες ομογενείς που είχαν καταφύγει εκεί και να τακτοποιήσει τα έγγραφα παλιννόστησής τους.

Οι εκκλήσεις των ομογενών της περιοχής, αλλά και ποντιακών οργανώσεων στην Ελλάδα την Άνοιξη του 1993 είχαν κορυφωθεί λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών.[4]

Η κυβέρνηση αποφάσισε να προβεί σε επιχείρηση απεγκλωβισμού, ευθύς αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι πολεμικές συνθήκες, αλλά και μόλις αντιμετωπίζονταν τα προβλήματα εφοδιασμού των ομογενών με ταξιδιωτικά έγγραφα από τις αρχές των τόπων διαμονής τους. 

Την περίοδο εκείνη πολλοί είχαν χάσει στη δίνη του πολέμου τα διαβατήρια και τα έγγραφα ταυτότητάς τους και δεν μπορούσαν να εξέλθουν νόμιμα από τις διάφορες χώρες, ιδίως από την περιοχή της Αμπχαζίας.

Τον Ιούνιο του 1993 η Βιργινία Τσουδερού πραγματοποίησε περιοδεία στη Νότια Ρωσία, στη Γεωργία, στην Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν. Η υφυπουργός τόνισε ότι βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα επιβατηγό πλοίο για να απομακρύνει ομογενείς βάσει οργανωμένου σχεδίου, αμέσως μόλις αρθούν τα προβλήματα με τα ταξιδιωτικά έγγραφα.

Εν τω μεταξύ συναρμόδιες υπηρεσίες (Υπουργείο Εξωτερικών, Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κ.λπ.) εξέτασαν όλα τα ενδεχόμενα, όπως τη μετάβαση στο Σουχούμι προκεχωρημένης ομάδας, την εκεί οργάνωση των ομογενών, την αποστολή αεροπλάνων ή πλοίου για να τους παραλάβει. 

Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για την έναρξη μιας τέτοιας εκτεταμένης επιχείρησης ήταν η τήρηση ανακωχής ή εκεχειρίας κατά τη διάρκειά της.


Η επιχείρηση απεγκλωβισμού των ομογενών

Η επιχείρηση απεγκλωβισμού των αποκλεισμένων ομογενών στο εμπόλεμο Σουχούμι και στα γύρω χωριά άρχισε στα μέσα Ιουλίου και περατώθηκε με επιτυχία στις 18 Αυγούστου του 1993.

Αρχικώς τρία στελέχη της Πρεσβείας μας στη Μόσχα, ο διευθύνων το Προξενικό γραφείο, ο ΑΚΑΜ (Ακόλουθος Άμυνας) συνταγματάρχης Γιώργος Κουσούλης και ο συμβασιούχος υπάλληλος Πρόδρομος Τεκνόπουλος με εντολή της Β. Τσουδερού, μετέβησαν στις 21 Ιουλίου του 1993 στη Γεωργία για να προετοιμάσουν μαζί με τον εκεί εκπρόσωπο του ΕΙΥΑΠΟΕ Α. Μητσοτάκη, που είχε μεταβεί λίγο νωρίτερα, την επιχείρηση εντοπισμού και οργάνωσης των ομογενών και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα.[5]

Οι εντολές τού τότε προέδρου του ΕΙΥΑΠΟΕ Γιώργου Ιακώβου, όταν η ομάδα θα κατάφερνε να μεταβεί στο Σουχούμι ήταν: 

  • Να εκτιμηθεί ο αριθμός των επηρεαζόμενων ομογενών. Να πληροφορηθεί για την ύπαρξη ασφαλών (από στρατιωτική δραστηριότητα) λιμένων ή / και αγκυροβολείων και να τα υποδείξει επί χάρτου. 
  • Να περιγράψει χαρακτηριστικά τους δηλαδή βάθος / μέγεθος πλοίου που μπορεί να ελλιμενιστεί ή να προσεγγίσει. 
  • Να ερευνήσει κατά πόσον υπάρχουν επί τόπου μικρά σκάφη που μπορούν να τους μεταφέρουν σε πλοία (αν δεν μπορεί να προσεγγίσει πλοίο). 
  • Να εξετάσει τη δυνατότητα μεταφοράς των ομογενών σε 3-4 χωριά ή / και χώρους κοντά στο σημείο επιβίβασης. 
  • Να μελετήσει χρονοδιαγράμματα μεταφοράς των ομογενών του Σουχούμι. 
  • Να πληροφορηθεί ποιες ήταν οι απόψεις της κυβέρνησης της Γεωργίας για τη μελετώμενη δραστηριότητα.[6]


Από τις 21 έως τις 30 Ιουλίου η ομάδα πραγματοποίησε επαφές με εκπροσώπους της κυβέρνησης της Γεωργίας, τη Ρωσική Πρεσβεία στην Τιφλίδα, το Πατριαρχείο Γεωργίας με κύριο αίτημα τη διευκόλυνση της επιχείρησης και την τήρηση ανακωχής, κατά τη διεξαγωγή της, για να μην κινδυνεύσουν ζωές αμάχων, αλλά και την προστασία των οικιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων που θα έφευγαν. 

Περιμένοντας την άδεια να μεταβεί στο Σουχούμι, η ομάδα, συνοδευόμενη από τον ομογενή ταγματάρχη της αστυνομίας Βίκτωρα Θεοδωρίδη, επισκέφθηκε πρόσφυγες ομογενείς της Αμπχαζίας στο Βατούμι και στο Κομπουλέτι, τους παρέσχε οικονομική βοήθεια και παρενέβη στις τοπικές αρχές της Ατζαρίας ώστε να τους δοθεί κάθε απαραίτητη συνδρομή.

Την 31η Ιουλίου, και ενώ οι αντιμαχόμενες πλευρές είχαν συμφωνήσει στις 27.7.93 να συνάψουν ανακωχή, η ομάδα, στην οποία είχε προστεθεί και ο νεαρός ομογενής Σπάρτακος Κοτανίδης, κατάφερε να μεταβεί στο Σουχούμι, μια πόλη χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς νερό, χωρίς τρόφιμα, από την οποία ο μισός πληθυσμός είχε φύγει. 

Η κάποτε πανέμορφη πόλη, που ήταν ένα από τα ωραιότερα μέρη της Μαύρης Θάλασσας με τα παραθαλάσσια ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τόπους αναψυχής, τις καταπράσινες λεωφόρους και το υποτροπικό κλίμα είχε υποστεί εκτεταμένες καταστροφές από το πυροβολικό. Σε αρκετά τετράγωνα ήταν σωριασμένα χαλάσματα και μαυρισμένα υλικά και αγριόχορτα φύτρωναν στα πεζοδρόμια, ενώ κρατήρες από βολές πυροβολικού είχαν σκάψει τους δρόμους.

Εκεί η ομάδα ήρθε αμέσως σε επαφή με το σύνολο των τοπικών αρχών και τους ομεγενείς. Τις πρώτες μέρες, μετά τη συμφωνία της ανακωχής, ελάχιστοι πολίτες κυκλοφορούσαν στον δρόμο. 

Άλλωστε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες τοπικών αξιωματούχων, είχε παραμείνει μόνο ο μισός πληθυσμός της πόλης από τους 160.000 κατοίκους που είχε πριν την έναρξη του πολέμου. Μονάχα εθνοφρουροί με καλάσνικωφ στα χέρια είτε πεζοί, είτε σε κάθε λογής τροχοφόρο, αποτελούσαν τη μόνη ανθρώπινη παρουσία.

Στην πόλη δεν υπήρχε τίποτε να αγοράσει κανείς για το φαγητό τις πρώτες μέρες και η ομάδα δέχτηκε την προσφορά της τοπικής αστυνομίας να μοιραστεί το απλό συσσίτιο των ανδρών της (πατάτες βραστές, ντομάτες, ψωμί και τσάι). Τις επόμενες ημέρες, καθώς φάνηκε ότι η ανακωχή ετηρείτο, πολίτες εμφανίστηκαν στους δρόμους και στήθηκαν πρόχειρα σε δύο-τρεις γειτονιές της πόλης τραπεζάκια, όπου ντόπιοι παραγωγοί πουλούσαν μήλα, αγγούρια, ντομάτες, ροδάκινα και κεριά, όχι πάντως ψωμί που μοιραζόταν με δελτίο.

Επί δέκα ημέρες και κάτω από συνθήκες σοβαρών φυσικών κινδύνων, με τη συνοδεία ένοπλων αξιωματικών, η ομάδα μετέβη σε όλες τις γειτονιές της πόλης και στα γύρω χωριά με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό (Γκεοργκίεβκα, Παύλοβκα, Οντίσι, Μιτσούρινα, Αλεξάντροβκα, Τεμερτσίκι, Χαλατσιντόν). 

Για να ειδοποιήσει τους ομογενείς, έστησε ένα αυτοσχέδιο "Προξενείο" στο σπίτι του ομογενούς Φίλιππου Τυρικίδη, στο κεντρικό Σουχούμι, που προστατευόταν σχετικά καλά από θραύσματα εκρήξεων και τακτοποίησε τα ταξιδιωτικά έγγραφα 1.484 ατόμων, υπό δυσχερέστατες και πολύ επικίνδυνες συνθήκες.

Η παρουσία της ομάδας εμψύχωσε τους ομογενείς και αναπτέρωσε το ηθικό και το φρόνημά τους. Δεν είναι υπερβολική η φράση μιας ηλικιωμένης Ελληνίδας της περιοχής: "από τότε που ακούστηκε πως είσαστε εδώ, οι ντόπιοι μας υπολογίζουν και μας σέβονται περισσότερο"

Πρέπει επίσης να αναφερθεί η εξόρμηση της ομάδας στο χωριό Γκεοργκίεβκα. Οι ομογενείς, μαθαίνοντας ότι συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού και διπλωμάτες ήρθαν στο χωριό τους αυτή την κρίσιμη στιγμή, συγκινημένοι και εκδηλωτικοί, έσφαξαν αμέσως ένα μικρό αρνί, για να γιορτάσουν το γεγονός. Αυτοσχέδια οινοπνευματώδη και φρούτα συμπλήρωσαν τη μικρή αυτή γιορτή. Ένα μικρό δέμα ετοιμάστηκε για τα άλλα δύο μέλη της ομάδας, που είχαν παραμείνει στο Σουχούμι.

Αφού, με αυτό τον τρόπο, ειδοποιήθηκαν όλοι οι ομεγενείς της πόλης και των γύρω χωριών, η ομάδα άρχισε να συλλέγει στο "Προξενείο" τα πιστοποιητικά που χρειάζονταν για την έκδοση διαβατηρίων. Ένα κλιμάκιο της ομάδας τα πήγαινε αμέσως στην τοπική Νομαρχία, ενώ το άλλο παρέμενε, συναντούσε τους ομογενείς και τακτοποιούσε τα χαρτιά τους.

Πρόβλημα ανέκυψε με την έλλειψη φωτογραφιών για διαβατήριο, εφόσον ούτε φωτογραφείο λειτουργούσε, ούτε ρεύμα υπήρχε. Με λύπη οι ομογενείς έφερναν φωτογραφίες από τα οικογενειακά τους άλμπουμ, τις οποίες η ομάδα έκοβε με ψαλίδι για τα πιστοποιητικά.

Κατά το πρώτο αυτό διάστημα παραμονής στο Σουχούμι, η ομάδα μπόρεσε να επικοινωνήσει με την Πρεσβεία της Ελλάδας στη Μόσχα, μόνο μια φορά καθώς τα τηλέφωνα δεν λειτουργούσαν.

Πριν αναχωρήσει για την Τιφλίδα, η ομάδα συνάντησε ξανά τον αντιπρόεδρο της τοπικής κυβέρνησης, τον επικεφαλής της αστυνομίας και τον λιμενάρχη. Εξέτασε το λιμάνι και σχεδίασε, με βάση τα δεδομένα, τη διεξαγωγή της τελικής φάσης της επιχείρησης. Το λιμάνι δεν είχε υποστεί ζημιές, ήταν κατάλληλο για πλοία μεγάλου εκτοπίσματος, δεν είχε βυθίσματα. Ο λιμενάρχης υπολόγισε ότι για την επιβίβαση 700-800 ατόμων θα απαιτηθούν περί τις 8-10 ώρες για τελωνειακές και συνοριακές διατυπώσεις.

Με μεγάλη δυσκολία, σε ένα μικρό αεροπλάνο γεμάτο και από όρθιους επιβάτες, η ομάδα επέστρεψε στην Τιφλίδα στις 8.8.1993. Εκεί συναντήθηκε ξανά με τους υφυπουργούς Εξωτερικών, Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, τον υπουργό για θέματα προσφύγων, τον Πατριάρχη Γεωργίας και την ηγεσία της Ομογένειας, ανέφερε τις προσπάθειές της στο Σουχούμι και ζήτησε τη στήριξη και τη συνδρομή τους στη δεύτερη, πιο δύσκολη φάση της επιχείρησης. 

Στις 11 Αυγούστου 1993 έφτασε από την Αθήνα η ενδεκαμελής ομάδα του ΓΕΕΘΑ, με στοιχειώδη και απαραίτητα εφόδια (τροφή στρατού, νερό και το κυριότερο, ασύρματο τηλέφωνο που λειτουργούσε με γεννήτρια), για να συνδράμει στην τελική φάση της επιχείρησης.

Η ενδεκαμελής ομάδα αποτελούντο από τους: Ντερτιλή Βασίλειο, Καρυώτη Χρήστο, Πάτσαλο Αναστάσιο, Σεραφετινίδη Εφραίμ, Τσιατσούλη Λεωνίδα, Γιοβανέκο Γεώργιο, Καραπάλη Χαράλαμπο, Γεωργίου Παναγιώτη, Μαραπά Δημήτριο, Μπεσλίκα Δημήτριο, Αποστολόπουλο Κωνσταντίνο.

Την επομένη, με μικρό αεροπλάνο, η δεκαεξαμελής πλέον διευρυμένη ομάδα, συνοδευόμενη από στέλεχος του Γεωργιανού ΥΠΕΞ, πετούσε για το Σουχούμι. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό των αρμοδίων υπηρεσιών της ελληνικής κυβέρνησης το πλοίο θα κατ' έπλεε στο λιμάνι του Σουχουμίου το πρωί της 15.5.1993 και θα απέπλεε το βράδυ.

Η ομάδα συναντήθηκε ξανά με τις τοπικές αρχές, επιθεώρησε τους χώρους (λιμάνι, φυλάκια τελωνείου, φυλάκια συνοριακών φρουρών, πλατεία μπροστά στο λιμάνι, οδούς που οδηγούσαν εκεί) και κατέστρωσε το τελικό σχέδιο. Οι τοπικές αρχές είχαν αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα να επιβιβαστούν στο πλοίο, μετά από συνοριακό, αστυνομικό και τελωνειακό έλεγχο τόσα άτομα σε μια μόνο μέρα και πρόβαλαν ορισμένες αντιρρήσεις. Τελικά όμως συμφώνησαν.

Στις 5 το πρωί της 15.8.1993 η ομάδα εγκαταστάθηκε στο λιμάνι και προέβη στην οργάνωση του χώρου. Επικοινώνησε τόσο με το Κέντρο στην Ελλάδα, όσο και με το πλοίο που πλησίαζε πια τις ακτές της Υπερκαυκασίας. 

Όταν έφτασαν οι τοπικές αρχές, διευθετήθηκαν οι τελευταίες πρακτικές λεπτομέρειες, συγκεκριμένα:


  • Φρουρά της στρατιωτικής αστυνομίας υπό την καθοδήγηση στελεχών της ομάδος του ΓΕΕΘΑ θα φρουρούσε τη μοναδική είσοδο προς την περιοχή του λιμανιού.
  • Φρουρά και άλλα στελέχη του ΓΕΕΘΑ θα επέβαλαν την τάξη στην πλατεία μπροστά από το λιμάνι όπου θα συνέρρεαν οι ομογενείς με τα πράγματά τους, για να αποφευχθούν φαινόμενα πανικού και οχλοκρατίας.
  • Οι ομογενείς θα εισέρχονταν στον κυρίως χώρο του λιμανιού ανά πέντε και θα υποβάλλονταν με ταχύτητα και τάξη, πρώτα σε προξενικό έλεγχο από το κλιμάκιό μας, κατόπιν σε τελωνειακό, στη συνέχεια σε αστυνομικό και συνοριακό και ακολούθως θα επιβιβάζονταν σε πλοίο. Εκεί θα ανέμενε κλιμάκιο του ΕΙΥΑΠΟΕ για νέα καταγραφή και υποδοχή, καθώς και οι ομάδες των Πεζοναυτών, αλλά και ομάδα ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Το πλοίο κατέπλευσε νωρίς το πρωί της 15.8.1993 και η εκφόρτωση της ελληνικής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον πληθυσμό του Σουχουμίου πραγματοποιήθηκε γρήγορα, όπως είχε υποσχεθεί η ελληνική κυβέρνηση. Στη συνέχεια η επιβίβαση εξελίχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο.

Παρά τις ανησυχίες των τοπικών αξιωματούχων, χάρις στην προσφορά των 11 στελεχών του ΓΕΕΘΑ, των 20 ΟΥΚ-Πεζοναυτών και των λοιπών στελεχών που επέβαιναν στο πλοίο (πλήρωμα του πλοίου, ομάδα Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών), η επιβίβαση όλων των ομογενών (1.013) είχε τελειώσει γύρω στις 17:00'.

Κατά τη διάρκεια του πλου όλα εξελίχθηκαν ομαλά. Διατηρήθηκε τακτική επαφή με το κλιμάκιο Αλεξανδρούπολης, που προετοίμασε τις λεπτομέρειες του κατάπλου και της υποδοχής και διαβίβαζε τις τελευταίες οδηγίες του κέντρου.

Η επιχείρηση "Χρυσόμαλλο Δέρας" απεγκλώβισε εγκαίρως τους ομογενείς, αφού λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο, το Σουχούμι κατελήφθη από τις αμπχαζιανές δυνάμεις με εκατόμβες νεκρών, και εξύψωσε το κύρος της Ελλάδας, τόσο στα μάτια της Ομογένειας, όσο και στον διεθνή περίγυρο.[7]

Η ελληνική αυτή επιχείρηση μεταδόθηκε από σημαντικά ξένα ΜΜΕ και έχει μπει στη διεθνή βιβλιογραφία. Σ' αυτήν αναφέρεται η Κάθρην Νταίηλ (Catherine Dale). Επίσης το "Χρυσόμαλλο Δέρας", μνημονεύεται από τον Ο' Μπάλλανς (O'Ballance).

Υπάρχει σχετικό δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας "Μοντ" (Le Monde).[8]

Ο Ρώσος δημοσιογράφος Γεβγένι Κρουτικόβ έχει αναπλάσει την επιχείρηση σε ένα εκτεταμένο άρθρο στην "Ισβέστια".[9]

Ο ελληνικός Τύπος της εποχής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν κάλυψε επαρκώς την επιχείρηση, ενώ υπήρξε ιδιαίτερα κριτικός στη μη λήψη άμεσων μέτρων υπέρ των ομογενών όταν έφτασαν στην Ελλάδα.[10]


*Ο Διονύσιος Καλαμβρέζος υπηρέτησε στην Πρεσβεία της Ελλάδας στη Μόσχα την περίοδο 1992-1997. Το 1993 μετέβη με ειδική αποστολή στην Τιφλίδα για την επιχείρηση "Χρυσόμαλλο Δέρας".



Σημειώσεις

[1] Catherine Dale, The Dynamics and Challenges of Ethnic Cleansing: The Georgia-Abkhazia Case, WRITENET Country Papers, August 1997, στη διεύθυνση: http: // www.unhcr.ch/refworld/country/ writenet/wrigeo.htm, Edgar O' Ballance, Wars in the Caucasus, 1990-1995, New York University Press, New York, 1997, σ. 102-3, 120-131. Bruno Coppieters, "The Caucasus as a Security Complex" και Alexei Zverev, "Ethnic Conflicts in the Caucasus 1988-1994", Ghia Nodia, "Political Turmoil in Georgia and the Ethnic Policies of Zviad Gamsakhurdia", στο Bruno Coppieters (επιμ.), Contested Borders in the Caucasus, VUB University Press, 1996, στη διεύθυνση http:/pubs.carnegie.ru/ CRS/publi/ContBorders/eng/, Charvonnaya Svetlana, Conflict in the Caucasus-Georgia, Abkhazia and the Russian Shadow, Gothic Image, London, 1995, σ. 14, Mette Skak, From Empire to Anarchy, St. Martins.

[2] Βλ. Αγτζίδης, Ο πόλεμος στην Αμπχαζία και οι συνέπειές του για την ελληνική κοινότητα, Γεν. Γραμμ. Αποδ. Ελληνισμού, Αθήνα, 1993, σ. 12, Βλ. Αγτζίδης, Επιχείρηση "Χρυσόμαλλο Δέρας", περ. Ομογενειακό Βήμα, τ. 3, 1993.

[3] Διονύσης Καλαμβρέζος, Μικρό χρονικό της επιχείρησης απεγκλωβισμού των ομογενών από την εμπόλεμη Αμπχαζία, "Χρυσόμαλλο δέρας", στο συλλογικό έργο (επιμ.) Βλ. Αγτζίδης, Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1996, Η Ομογένειά μας στη Ρωσία και οι παρεμβάσεις της Ελλάδος μετά το 1989, περ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, φ. 48, 1997, Η Επιχείρηση Χρυσόμαλλο Δέρας, περ. Πολιτικά Θέματα, 19.9.2003, Η επιχείρηση Χρυσόμαλλο Δέρας, εφ. Καθημερινή, 7.8.2003, Οι Έλληνες στη Ρωσία και στη Σοβιετική Ένωση, περ. Ιστορία Εικονογραφημένη, τ. 424, Οκτώβριος 2003, Dionyssis Kalamvrezos, The anniversary of operation Golden Fleece to evacuate diaspora Greeks from war in Abkhazia, English edition of the Kathimerini newspaper, 9.8.2003, Dionyssis Kalamvrezos, The Greeks of the former USSR, εφ. The National Herald (Μάρτιος 2001, Νέα Υόρκη), Οπεράτσιυα Ζολοτό Ρουνό, εφ. (ρωσ.) Ροσίσκιι Βέστνικ, 3-10.9.2003.

[4] Γ. Τασσιόπουλος, Σε κλοιό πολέμου οι Πόντιοι, εφημ. Ελεύθερος Τύπος, 21.2.93, Βλ. Αγτζίδης, Πεθαίνοντας στην Αμπχαζία, εφημ. Ελευθεροτυπία, 17.11.1993, Σεπτέμβριος 1993, Οι νέοι Έλληνες πρόσφυγες από την Αμπχαζία του Καυκάσου, περ. Ελλοπία, Φθινόπωρο 1993, σ. 37-41.

[5] Με απόφαση της τότε ΥΦΥΠΕΞ Βιργινίας Τσουδερού και του τότε προέδρου του ΕΙΥΑΠΟΕ Γεώργου Ιακώβου ανετέθη η ειδική αποστολή της υλοποίησης της επιχείρησης στον διευθύνοντα το Προξενικό Γραφείο Μόσχας, στον ΑΚΑΜ Μόσχας συνταγματάρχη Γιώργο Κουσούλη, στον συμβασιούχο υπάλληλο Πρόδρομο Τεκνόπουλο και στον εκπρόσωπο του ΕΙΥΑΠΟΕ στην Τιφλίδα Α. Μητσοτάκη. Για την υλοποίηση της επιχείρησης, συνεργάστηκαν στενά το ΥΠΕΞ και το ΥΕΘΑ. Καθήκοντα συντονιστού της επιχείρησης στο κέντρο (Αθήνα-Αλεξανδρούπολη) εξετέλεσε ο διπλωματικός Αλέξης Χατζημιχάλης.

[6] Συμπληρωματικές οδηγίες για τον χειρισμό θέματος ομογενών Σουχουμίου, έγγραφο ΕΙΥΑΠΟΕ, 1953/Γ1/ λπ/15.7.93.

[7] Γιώργος Χαρβαλιάς, Άρχισε η επιχείρηση "Χρυσόμαλλο Δέρας", εφημ. Ελεύθερος Τύπος, 14-8-1993, Βλ. Αγτζίδης, Ο Πόντος ξαναματώνει..., εφημ. Ελευθεροτυπία, 22.8.93, Αγτζίδης, Παραευξείνιος Διασπορά, Θεσσαλονίκη, 1997, σ. 658-671, Vlasis Agtzidis, The War in Abkhazia and the Consequences for the Greek Community, Athens, 1994, σ. 3-18, Αγτζίδης, Sukhumi Delendum Est. Οι σφαγές στην Αμπχαζία των Ελλήνων Ποντίων, σ. 235-248, στο Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου. Για τις τραγικές στιγμές της πτώσης του Σουχουμίου και τα εκατοντάδες θύματα που προκάλεσε βλ. Soukhoumskii Apocalypsh, εφημ. (ρωσ.) Moskovskii Komsomolets, 30-9-1993.

[8] Georgie: evacuation d'un millier de Grecs d'Abkhazie, εφημ. Le Monde, 20 Aout 1993.

[9]  Yevgeni Kroutikov, Operatsia Zolotoye Rouno (Operation Golden Fleece), εφημ. Isvestiya, 

15-12-2000 και http://www.agentura.ru/opponent/shg/grusia/grek/, (10.04.2001).

[10] Βλ. Αγτζίδης, Ο Πόντος ξαναματώνει..., εφημ. Ελευθεροτυπία, 22-8-1993, "ΚΚΕ: Πρόβλημα στην μειονότητα από το "Χρυσόμαλλο Δέρας"", εφημ. Ελευθεροτυπία, 18.8.93, Βαγγέλης Γιακουμής, Υπάρχει η θέληση, υπάρχει η εμπειρία, εφημ. Εξόρμηση, 17.9.93, Μαρίνα Ηρειώτου, Οι παράγκες στεγάζουν τ' όνειρο, εφημ. Τα Νέα, 18.8.93, Αγτζίδης, ό.π., σ. 235 επ., Ο δεύτερος θάνατος της Γεωργίας, εφημ. Το Βήμα, 31.10.1993.

ΕΙΥΑΠΟΕ=Εθνικό Ίδρυμα Αποδήμου Ελληνισμού
ΑΚΑΜ. ΝΝΑ 
ΟΥΚ-Πεζοναύτες

Δεν υπάρχουν σχόλια: