Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Λάπαθο, ή αιχμή του δόρατος

 
Περί τής ετυμολογίας τής λέξεως «λάπαθον», φυτοΰ λίαν διαδεδομένου παρ’ ήμΐν, ούδέν γνωρίζομεν, ό ιστορικός γεωγράφος Στράβων αναφέρει την λέξιν ταύτην μόνον ως ευλίμενον πόλιν της Κρήτης. Διά τό λατινικόν όμως ταυτώνυμον Rumex ό Kanngiesser δίδει τάς άκολοΰθους εξηγήσεις: «Ύπό τό όνομα Rumex οι Ρωμαίοι ηννόουν επίσης την αιχμήν του δόρατος και τό βλήμα τούτου, ϊσως δέ τό φυτόν ονομάσθη οΰτω εκ των αιχμηρών του φύλλων.
Απίθανος φαίνεται ή εξήγησις ότι ή λέξις αυτί είναι συγγενής πρός τό rupex=χωρικός, επειδή τό λάπαθον αυξάνει εις τους αγρούς καί οι χωρικοί εξ αυτού παρασκευάζουσιν εδέσματα. Ό ίδιος αναφέρει ότι ή γερμανική λέξις ampfer=λάπαθο ν προέρχεται εκ του λατινικού amarus=πικρός, ως εκ της γεΰσεως των φύλλων, συμπέρασμα μή όρθόν, καθότι τα φΰλλα του λαπάθου δεν είνε πικρά. Ό  Grassmann λέγει ότι ή λέξις ampfer  είνε παλαιά καί λίαν διαδεδομένη, προερχομένη έκ τής βόρειας λέξεως amper δηλαδή στυφός, δριμΰς, πικρός, δηλονότι σημαίνουσα τήν εν μέρι  όξινον καί άλατώδη γεΰσιν του φυτού.
Παρά Θεοφράστω άναφέρεται τό λάπαθον ως λαχανώδες φυτόν μοννόρριζον, έχον σαρκώδη ρίζαν, καί ώς εδώδιμον, όπερ όμως δείται πυρώσεως.  Έν έτέρω κεφαλαίω περιγράφει «έπεί καί τό λάπαθον άγριον καίπερ εύστομώτερον του ημέρου τον δέ χυλόν όμως οξύτερον έχει καί τοΰτο μάλιστα διαφέρει»,  περί δέ τής σποράς αυτού του λέγει «μετά τροπάς θερινάς του Μεταγειτνιώνος μηνός, ενώ σπείρουσι ... . λάπαθον» .
Παρά του Διοσκορίδη εύρηνται 4 είδη λαπάθου, υπόθετουσι δε ότι οξυλάπαθον είναι τό Rumex crispus, κηπευτόν λάπαθον το R. patientia, άγριον μικρόv είδος τό R. buceplialopliorus και τό τέταρτον είδος τό όξινον λάπαθον τό R. acetosus.
Κατά την συγκριτικήν μελέτην μου περί των φυτών του Διοσκορρίδου  υπό τό ονομα λάπαθον δεν ήδυνήθην νά διακρίνω έκ της  ασαφούς εικόνος τού κώδηκος τό είδος τούτου εν τω βοτανείω Boisier  παρά την Γενεύην, κατέγραψα όμως τοΰτο ώς είδος τι αόριστον rumex, αν καί ό Daubeny καθορίζει τούτο ώς R. patientia χωρίς να συμφωνώσι τά βοτανικά γνωρίσματα τής εικόνος πρός τό είδος τού φυτού. Έν τω ειρημένω κώδηκα επίσης δεν ήδυνήθην νά άναγνωρίσω εκ τής ατελούς άπεικονίσεώς του το οξυλάπαθον το μέγα < οξυλάπαθο όμως ς ίσως είνε τό Rumex bucephalophorus, υπολάπαθον δε τό Rumex aquatica.
Ό Διοσκορίδης περιγράφει τό λάπαθον ώς επεται: «Λάπαθον, οι δε σύμφυτοι, οί δέ σατόριον, Ρωμαίοι ρουμίκουλα, ρούμεξ άκούτους, ρούμεξ κανθερινοί, Αιγύπτιοι σεμίς, ’Άφροι άμοτίμ,  το μεν αυτού οξυλάπαθον λέγεται, φυόμενον έν έλεσι, σκληρό ν κατ’ άκρα, ύποξυ, τό δέ τι κηπευτόν ούχ όμοιον τω πρώτο, τρίτον δ’ έστιν άγριον μικρόν, παρόμοιον άρνογλώσσω, μαλακόν ταπεινόν, εστι δέ καί τέταρτον είδος αυτού, ;ό ένιοι οξαλίδα, ή άναξυρίδα καλούσιν, ού φύλλα όμοια τω άγρίω καί μικρώ λαπάθω, καυλός ου μέγας, καρπός ΰποξυς ερυθρός, δριμύς, επί τού καυλού καί επί τών παραφυάδων.
Πάντων δε τό λάχανον μαλάσσει κοιλίαν έψηθέν, ωμόν δέ καταπλασσόμενον μελικηρίδας συν ροδίνω ή κρόκο διαφορεί, τό δέ σπέρμα τού άγρίου και του λαπάθου και της οξαλίδος πίνεται ωφελίμως μεθ’ ύδατος ή οίνου προς δυσεντερίας καί κοιλιακάς διαθέσεις καί άσην στομάχου, καί πρός σκορπίου πληγήν, καί εί προπίοι δέ τις, ούδέν πείσεται πληγείς, αί δέ ρίζαι αυτών έφθαί συν όξει καί ώμαί καταπλασθείσαι, θεραπεύουσι λέπρας, λειχήνας, όνυχας λεπρούς, δει δέ προανατρίβειν τον τόπο εν ηλίω νίτρω καί όξει, πραΰνει δέ καί κνησμούς τό αφέψημα αυτών έπαντλούμενον, ή λούτρω μιγνύμενον, παρηγορούσι δέ ωταλγίαν καί οδονταλγίαν έψήθεΐσαι έν οΐνω καί διακλυζόμέναι, διαφορούσι καί χοιράδες καί παρωτίδας έφθαί συν οΐνω καταπλασθείσαι, σπλήνα δέ συν όξει, καί έδέσματι δέ τινες χρώνται ταις ρίζαις πρός χοιράδας, περιάπτοντες τώ τραχήλω,  ίστάσι καί ρουν γυναικεΐον προστεθείσαι λεΐαι, αφεψηθείσαι δέ συν οΐνω καί πινόμεναι ικτερικούς άποθεραπεύουσι, και λίθους τούς εν τή κύστει θρύπτουσιν, έμμηνα τε άγουσι, καί σκορπιοπλήκτους βοηθούσιν.
Οι ιατροί καί φαρμακογνώσται τής άρχαιότητος συνιστώσι τά είδη τού λαπάθου κατά διαφόρων νόσων, ό Ιπποκράτης παραγγέλλει τούτο εναντίον τών επιμόνων δερματικών νόσων, ό Διοσκορίόης δέ, ως είδομεν, κατά τού ίκτερου, τής λιθιάσεως καί άλλων ασθενειών. Ό Αρεταίος  όμιλεί περί τής χρησιμότητος τής ρίζης κατά τής έλεφαντιάσεως, ό Γαληνός συνιστά τά σπέρματα τού λαπάθου κατά τής δυσεντερίας. Ο Πλίνιος ό δεύτερος εις τά 20 βιβλία τής φυσικής ιστορίας καταγράφει του διάφορα είδη τού λαπάθου αναφέρω ν ότι ή ρίζα τού Rumex patientia ενεργεί καθαρτικώς.
Έν τή βιβλιογραφία τού μεσαίωνος ευρίσκομεν τά είδη τού λαπάθου εις άπαντα τά Βοτανολόγια (Krauterbucher) άναφερόμενα υπό τάς διαφόρους αυτών ιδιότητας, εις πλείστα δέ έξ αυτών εΰρηνται υπό τό περιληπτικόν όνομα Rheum monachorum=ρήον των μοναχών Monchsrhabarber, Rhubarbe des moines και συνιστώνι άναπλήρωμα του τότε λίαν πολυτίμου ρήου. Ό συγγραφεύς τής εποχής εκείνης ιερώνυμος Bock έν τω περί ρήου κεφαλαίω του έργο απομακρύνεται τόσον ώστε ενώ πρόκειται περί τού ρήου μόνον περί της ρίζης τού λαπάθου όμιλεί.
Καί σήμερον έτι τά φύλλα τού Rumex obtusifolius ώς ένέχοντα δεψικήν τινα ουσίαν εΐνε εύχρηστα ώς λαϊκόν φάρμακον κατά δερματικών νοσημάτων τής κεφαλής.
Εις παρωχημένους χρόνους, ώς εΐδομεν ανωτέρω, μετεχειρίζοντο ώς άναπλήρωμα του πολυτίμου τότε ρήου, διαφόρων ειδών λαπάθου. (R. alpinus, R. patientia) υπό τό όνομα Radix rhei monachorum. Και σήμερον ετι ώς λαϊκόν θεραπευτικόν μέσον εύρηται  χρήσιν τό ρήον τών μοναχών εις τας παραλπείους χώρας.
Ό Βαλεντίνος  έν τω έργω του Museum museorum δίδει εξήγησίν τι να περί τού ονόματος Rheum monachorum, ως και άλλοι τινες συγγραφείς τής εποχής του, ή πιθανοτέρα όμως είνε ή τού Morelot όστις αποδίδει τήν ονομασίαν ταύτην εις τούς μοναχούς ( εισήγαγον τήν ρίζαν τού λαπάθου εις τήν θεραπευτικήν αντί του ρίου έκ λόγων οικονομίας.
’Από του 1750—1850 άνευρίσκομεν τά διάφορα είδη του λαπάθου ως φάρμακα εις τάς πλείονας των φαρμακοποιιών υπό τό όνομα «ρήον τών μοναχών» αν καί τινες άναφέρουσι ταΰτοχρόνως και τό όνομα Radix lapathi χωρίς όμως νά διακρίνουσι τά διάφορα είδη.
Αί πλείονες ονομάζομαι τά επόμενα είδη ώς άνήκοντα υπό τό περιληπτικό όνομα R. obtusifolius, R. crispus, R. alpinus, R. nemorosus, R. patientia.
Καί σήμερον έτι εΰρηταί άναγεγραμμένον εις ειδικά βιβλία τό Rheum monachorum, ούδεμία όμως σαφής έξήγησις περί του αντστοίχου είδους του λαπάθου δύναται νά δοθή. Τό μάλλον πιθανόν είνε ότι υπό τό όνομα τούτο διάφορα είδη τής ρίζης του λαπάθου περιλαμβάνονται. Επομένως ουδέν ασφαλές δύναταί τις περί αυτού νά συμπεράνη.
'Ως Rumex σήμερον έρχονται εις τό εμπόριον πρός κτηνιατρικήν  χρήσιν διάφορα είδη λαπάθου, τά δέ τής Εσπερίας φαρμακεμπορεία άποστέλλοντα ήμιν ρίζαν λαπάθου υπό τό άπλούν τούτο όνομα, διάφορα εϊδη Rumex παρέχουσιν.
Έν τω Hagers Handbuch der pharmazeutischen Praxis εΰρηνται ώς φάρμακα: Rumex crispus, R. obtusifolius, έξ ού παρασκευάζονται εκχύλισμα μαλακόν καί ροώδες, πτισάναι καί στυπτικά, τονωτικά καί δερματικά σκευάσματα, R. acetosa, R. scutatus, R. Patientia, R. Alpinus (=Rheum monachorum?) R. hymenocephalus.
Ό R. Crispus ώς ένέχων ποσόν τι ανώτερον σιδήρου ηνωμένου μετ’ οργανικών οξέων (λαμβανόμενον παρά τού εδάφους) χρησιμοποιείται έν  Aμερική κατά τής χλωρώσεως καί τής αναιμίας εις κόνιν τής ρίζης 1—3 γρμ.  ημερησίους κατά τό φαγητόν.
Τά είδη R. acetosa, R. patientia καί R. hispanicus σήμερον έτι καλλιεργούνται εις κήπους δι΄ εδώδιμον χρήσιν αντί τού σπανακιού, τό δέ R. abyssinicus έν Αβυσσινιά χρησιμοποιείται ώς άναπλήρωμα τού ρήου.
Πηγή: Φαρμακοχημική εξέτασις της ρίζης λαπάθου του ωραίου (Rumex Pulcher L.)-Διατριβή επί υφηγεσία-Εμμανουήλ Ιω. Εμμανουήλ-Αθήνα 1912;
Για όσους δεν γνωρίζουν το Sheep Sorrel (Rumex acetosella) είναι το βασικό βότανο μίας φόρμουλας (Essiac tea) που έγινε γνωστή το 1922 από τη  Rene Caisse, κατά του καρκίνου.














Δεν υπάρχουν σχόλια: