Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Οι Ζεϊμπέκοι και το ζεϊμπέκικο (η ιστορία του χορού)

 

της Παρής Σπίνου

Κάθε Σαββατοκύριακο, εκατοντάδες άντρες και γυναίκες χορεύουν ζεϊμπέκικα σε μεγάλες πίστες ή μικρά ρεμπετάδικα όλης της Ελλάδας. Ομως ο πολυτραγουδισμένος αυτός χορός πολύ μικρή σχέση έχει σήμερα με τον τόπο και τον τρόπο που ξεκίνησε -στα βάθη των αιώνων στην κεντροδυτική Ανατολία.

Πήρε δε το όνομά του από τους περήφανους και άγριους ληστές Ζεϊμπέκους, που, όταν δεν τον χόρευαν επιδεικνύοντας τα σπαθιά τους… κατέσφαζαν Ελληνες, όπως αυτούς του Αϊδινίου, την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Οσο μεγαλοπρεπές ήταν το παρουσιαστικό των Ζεϊμπέκων με μια φορεσιά-κινητό οπλοστάσιο, άλλο τόσο εντυπωσιακός ήταν ο χορός τους: «Ο Ζεϊμπέκης αρχίζει να ρίχνει τις βόλτες του. Ακουμπάει τα δάχτυλά του με μια ξαφνική, βίαιη κίνηση στο χώμα, σηκώνεται απότομα, παίρνει στα χέρια του το σπαθί ή το όπλο του και συνεχίζει τις βόλτες του… Μια παραδοσιακή εντυπωσιακή φιγούρα είναι να χτυπά ο Ζεϊμπέκης το ένα χέρι του στην μπότα του και το άλλο χέρι του στο όπλο του», περιγράφει ο Θωμάς Κοροβίνης στην πολύ ενδιαφέρουσα, πολυσέλιδη μελέτη του «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από την «Αγρα».

Για 17 χρόνια ο συγγραφέας, που έχει ασχοληθεί και με την τουρκική λαϊκή ποίηση, ερεύνησε σε βιβλιοπωλεία, παλαιοπωλεία, μουσεία της Τουρκίας, έψαξε σε περιοδικά και παρτιτούρες για τους Ζεϊμπέκους, το όνομα των οποίων, Zeybek, έχουν δανειστεί σήμερα πολλά καφενεία και μουσικοχορευτικά στην περιοχή της Σμύρνης, όπου οι τουρίστες γεύονται και το περίφημο ψητό κρέας Zeybek Kebabi.

Διάφορες εκδοχές υπάρχουν για την καταγωγή των Ζεϊμπέκων. «Η ορθότερη είναι ότι οι Ζεϊμπέκοι είναι απόγονοι φυλετικής επιμειξίας θρακών μεταναστών και κατοίκων της Φρυγίας», σημειώνει ο Θ. Κοροβίνης, ενώ μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που υπήρξε από λογοτέχνης μέχρι ο πρώτος έλληνας αεροπόρος, ο Θάνος Μούρραης Βελλούδιος, αναφέρει ότι τα συνθετικά της λέξη «Ζεϋμπέκο», είναι «Ζεϋ εκ του Ζευς και συμβολίζει το πνεύμα» και Μπέκος, δηλαδή άρτος και συμβολίζει το σώμα».

Ο δε Γιάννης Τσαρούχης, που επανειλημμένα ζωγράφισε ναύτες και στρατιώτες σε ζεϊμπέκικες φιγούρες, σε μια συνομιλία του με τον ρεμπέτη Τάκη Μπίνη έχει υποστηρίξει ότι «οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Ελληνες, Μακεδόνες και Θρακιώτες, που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία… Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια δηλαδή ζωέμπορους και Μακελάρηδες (χασαπάδες) γιατί έσφαζαν χιλιάδες ζώα και τα πουλούσαν. Στο πέρασμα των χρόνων θέλησαν να απαθανατίσουν τον ηρωιμό και την παλικαριά τους και να διατηρήσουν τις ηρωικές τους παραδόσεις και έτσι δημιούργησαν αυτόν το δύσκολο χορό το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε πότε και στο στόμα: βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς -σαν τα σημερινά όπα, άλα, γιάλα και διάφορα άλλα παλικαρίσια».

Η αγέρωχη κορμοστασιά τους, που τόνιζε η στολή τους, δεν άφησε αδιάφορους τους δυτικούς περιηγητές που τους απεικόνισαν σε γκραβούρες. Από τη ζώνη τους κρεμούσαν ασημένια ταμπακέρα, ένα φλασκί αλλά και ένα μικρό μαξιλάρι που το χρησιμοποιούσαν όταν διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο. Συχνά βλέπουμε να υπάρχουν και έγχορδα λαϊκά όργανα στη ζώνη τους όπως ένα μπαγλαμά σάζι για να τραγουδούν τα ηρωικά τους κατορθώματα. Χαρακτηριστικό όμως της αισθητικής τους ήταν το πλούσιο σαλβάρι που άφηνε ακάλυπτα τα γόνατα. «Από το γόνατο και πέρα είναι οι κνήμες γυμνές, λόγω… κοκεταρίας», σημειώνει ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. «Οι Ζεϊμπέκηδες είναι πολύ περήφανοι για την άσπρη επιδερμίδα τους, για τις λεπτές νευρώδεις γάμπες και τους τρυφερούς αστραγάλους τους που θεωρούνται σαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ράτσας τους».

«Οι Ζεϊμπέκοι συνδέονται με την εξέγερση, με πράξεις μεγαλοψυχίας και ευθυδικίας», σημειώνει ο Θ. Κοροβίνης που έχει μεταφράσει το μυθιστόρημα του κούρδου συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ για τον ξακουστό Εφέ «Τσακιτζή». «Η σύγχρονη αντίληψη γι’ αυτούς είναι ότι διακρίνονται από αντικρατική και αντιεξουσιαστική συμπεριφορά, στρέφονται εναντίον των προεστών και εναντίον της κρατικής βίας και καταπίεσης και της κακής διοίκησης».

Ζούσαν σε ομάδες στα βουνά, είχαν την ιεραρχία τους με ανώτερο τον Εφέ και στο πνεύμα της «κοινωνικής ληστείας», τιμωρούσαν, σύμφωνα με τη λαογράφο Ρ. Saralp, «τους υφασματέμπορους που πουλούσαν ακριβότερα από την κανονική τιμή, τους ντόπιους ρωμιούς μπακάληδες που έκλεβαν στο ζύγι… Επισκεύαζαν τις βρύσες και τις κρήνες των χωριών, άνοιγαν πηγάδια, βοηθούσαν τους φτωχούς με χρήματα. Υποχρέωναν τους πλούσιους να ενισχύσουν την προίκα των φτωχών κοριτσιών…».

Τα τραγούδια τους εξυμνούσαν τις αρετές και τα κατορθώματά τους, όπως το ζεϊμπέκικο του Γκερ Αλή. Αλλα πάλι έχουν ερωτικό χαρακτήρα, όπως το «Μενεξεδί πρόβατο»: «Εγώ απόμεινα μόνος,/ εδώ στα λημέρια μου,/ ξεχασμένος μετανάστης,/ δεν αντέχω στα βουνά, /μακριά σου, αγαπημένη».

«Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Εφέδες όταν έπαιζαν ζεϊμπέκικα τραγούδια στο βουνό, τα χόρευαν πάντοτε μόνοι τους, ένας ένας, ποτέ δύο δύο ή ομαδικά», σημειώνει ο συγγραφέας. «Θεωρείται, σύμφωνα με την παράδοση καθεαυτού ανδρικός χορός. Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές επικράτησε η συνήθεια να τον χορεύουν σπανιότερα και οι γυναίκες. Η μουσική που συνοδεύει το χορό έχει εννέα μέτρα. Στην παραδοσιακή του εκτέλεση, η χρονική διάρκεια του ζεϊμπέκικου είναι περιορισμένη γι’ αυτό και στην Τουρκία, όταν κάποιος μακρυγορεί συνηθίζουν να τον διακόπτουν και να του λένε: “Κόφ’ το, να γίνει αϊδίνικο”».

Διατρέχοντας τη μελέτη του Θ. Κοροβίνη, βλέπουμε τις αντιφατικές δράσεις των ομάδων των Ζεϊμπέκων. Αλλοι είχαν αναδειχτεί σε ένα είδος τοπικού χωροφύλακα και προστάτευαν τους ταξιδιώτες, άλλοι φύλαγαν τις περιουσίες των προκρίτων. Τον 19ο αιώνα υπέστησαν πολλούς διωγμούς από τους σουλτάνους, χρησιμοποιήθηκαν όμως και ως επίλεκτοι πολεμιστές του οθωμανικού στρατεύματος.

Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας έχουν από αυτούς τις χειρότερες αναμνήσεις. Οπως έχει αφηγηθεί με γλαφυρότητα στο περιοδικό «Ντέφι» η Μικρασιάτισσα Αγγέλα Παπάζογλου: «Και να πηγαίνουνε οι πασιμπουζούκηδοι, οι σκυλότουρκοι με κείνα τα κοντά βρακάκια αξυπόλητοι με κάτι ζωνάρια πετσένια που ‘χανε απάνω κρεμασμένα τα όπλα τους κι ανάμεσα κρεμούντουστε οι βρώμικες κοιλιές τους, τα χείλια τους γεμάτα σπυριά, μεγάλα σπυριά σα καρύδια, οι γλειτσιαχείληδοι και να γυρεύουνε τα κορίτσια».

Σήμερα υπάρχουν περίπου 150 διαφορετικά ονόματα ζεϊμπέκικων στην Τουρκία: «Ζεϊμπέκικο του τράγου», εμπνευσμένο από τα ριψοκίνδυνα πηδήματα των κατσικιών, του «Γιουρούκ Αλή Εφέ» ο οποίος ήταν χωλός από το δεξί του πόδι γι’ αυτό όσοι το χορεύουν στηρίζονται σταθερά για αρκετή ώρα στο αριστερό. Ο «Πλουμιστός χωροφύλακας» αναπαριστά την κωμική ιστορία ενός λιποτάκτη ο οποίος ενώθηκε μεταμφιεσμένος με το τάγμα χωροφυλακής που τον καταδίωκε, ενώ οι φιγούρες του «Εσκί Παζάρ» μιμούνται την αιώρηση πάνω σε ένα σκοινί.

«Η εκτέλεσή του βασίζεται σε καθορισμένους κανόνες ευπρέπειας και αυστηρής χορευτικής συμπεριφοράς», συνεχίζει ο Θ. Κοροβίνης. «Εχει δικαίωμα να τον χορέψει οποιοσδήποτε επιθυμεί, όμως το να χορέψει κάποιος απρόσκλητος θεωρείται απαράδεκτο και αξιόμεμπτο. Κανείς δεν επιτρέπεται να συνοδεύσει κάποιον ενώ χορεύει χωρίς να προσκληθεί. Επίσης, για κανένα λόγο δεν πρέπει κάποιος να διακόψει το χορό, να παραγγείλει έναν χορό ή να προτείνει την αλλαγή του σκοπού που εκτελείται. Οι προφορικές τοπικές παραδόσεις πολλών περιοχών της Ανατολίας διασώζουν πλήθος αφηγήσεις οι οποίες αναφέρονται σε θρυλικούς καβγάδες και μαχαιρώματα, που προκλήθηκαν από τέτοιου είδους παραξηγήσεις…».

Οι μελετητές βρίσκουν στον ζεϊμπέκικο διονυσιακά και πολεμικά στοιχεία, τα οποία συναντάμε και στην περιγραφή του Στράτη Μυριβίλη στο βιβλίο «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης»: «Χόρευαν αργά και αγέλαστα όλοι μαζί ένα μεγάλο κυκλικό ζεϊμπέκικο, η ρόδα του γύριζε μεγαλόπρεπα γύρω στους νταουλτζήδες… Εμείς οι μικροί, βλέπαμε τις μυτερές λεπίδες να σταυρώνουνται κάτω από το σαγόνι, πίσω από το λαιμό… Περιμέναμε λαχανιασμένοι την ώρα που θα άρχιζαν “να παίρνουν τις ανάλιες”. Αυτό γινόταν σαν έφτανε η μανία τους στο κατακόρυφο. Σήκωναν τότες την κάμα, “χέι!” φώναζαν και την κάρφωναν στο μερί, στη γάμπα. Και να πάλι συνέχιζαν το γλέντι».

Τη δεκαετία του 1930 τα ζεϊμπέκικα εισβάλλουν στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας και υιοθετούνται από τύπους του κοινωνικού περιθωρίου, όπως οι νταήδες και οι καμπανταήδες. «Αυτοί τροποποίησαν τους ζεϊμπέκικους χορούς και ιδιοποιήθηκαν ορισμένες παραδοσιακές χορευτικές φιγούρες διαμορφώνοντας ένα στιλ μοναχικού ή ομαδικού ανδρικού ζεϊμπέκικου χορού, ο οποίος προσιδιάζει στον αντίστοιχο ζεϊμπέκικο που καλλιεργήθηκε και επικράτησε στον ελληνικό χώρο στο πλαίσιο της εδραίωσης του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού», σύμφωνα με τον μελετητή.

Στον ρυθμό του τουρκικού ζεϊμπέκικου «Κιόρογλου» αλλά με διαφορετικούς στίχους τραγούδησε η Ρόζα Εσκενάζυ, ενώ ο Πυθαγόρας έγραψε τη δεκαετία του ’70 τη «Γιορτή Ζεϊμπέκηδων» που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας σε μουσική Απόστολου Καλδάρα. Η επιτυχία του Χρηστάκη «Εμαθα πως είσαι μάγκας» είναι, σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη, διασκευή του παραδοσιακού «αργού αϊδίνικου ζεϊμπέκικου χορού».

archive.enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: