Η μεταστροφή της ελληνικής πολιτικής και οι αποστολές του Παύλου Μελά
Ο Ανθυπολοχαγός Π. Μελάς (Μίκης Ζέζας)
(1870-1904) από την Αθήνα αποτέλεσε
έναν από τους πρώτους Μακεδονομάχους που
θυσιάστηκαν. Ο θάνατός του ενεργοποίησε
πολλούς ακόμη αξιωματικούς στον αγώνα
Τα τραγικά γεγονότα του Ίλιντεν το 1903 στη Δυτική Μακεδονία οδήγησε τους τοπικούς κυρίαρχους εκπροσώπους του ελληνισμού σε ακόμη πιο έντονες εκκλήσεις προς το Ελληνικό Κράτος. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο νέος πρόξενος του Μοναστηρίου Β. Κυπραίος και ο υποπρόξενος Ι. Δραγούμης επιδιώκουν επίμονα την ανάληψη ευθύνης εκ μέρους της ελεύθερης Ελλάδας[1]. Εκμεταλλευόμενη την φυγή των περισσότερων κομιτατζήδων στην Βουλγαρία, η οργάνωση της Μακεδονίας ‘’Εθνική Άμυνα’’[2] προσπαθούσε να οργανώσει καλύτερα τους κατοίκους κάθε οικισμού ως αντίπαλο δέος προς τις επιτροπές που είχε δημιουργήσει η ΕΜΕΟ. Από τη μεριά των ήδη δρώντων ντόπιων οπλαρχηγών κατέφθασε στην Αθήνα μια επιτροπή ώστε να ενημερώσει και να παρακινήσει τους έλληνες αξιωματικούς και εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης. Μέλη αυτής της επιτροπής οι καπετάν Κώττας, Π. Κύρου, Σ. Ιωαννίδης, Η. Γαδούτσης, Β. Ράμμος, Γ. Κολίτσης, Λ. Πύρζας και Σ. Δούμας[3]. Αυτοί εξέθεσαν την τραγική κατάσταση του ελληνισμού στη Μακεδονία και έπεισαν την ελληνική κυβέρνηση να στείλει ορισμένες διερευνητικές αποστολές. Εν τω μεταξύ είχε διοριστεί και μια σειρά από αξιωματικούς στα προξενεία της Μακεδονίας που θα δρούσαν ως πράκτορες. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1904 στάλθηκε στην Κεντρική Μακεδονία ο διερμηνέας στην πρεσβεία της Πόλης Γ. Τσορμπατζόγλου και στην Δυτική Μακεδονία μια επιτροπή τεσσάρων αξιωματικών, που αποτελούνταν από τους Π. Μελά[4], Α. Κοντούλη[5], Α. Παπούλα[6] και Γ.Κολοκοτρώνη[7]. Τους αξιωματικούς συνόδευσαν οι Α. Τράγας, Ε. Καούδης, Γ. Δικώνυμος – Μακρής, Γ. Περάκης και όλοι οι προαναφερθέντες γηγενείς οπλαρχηγοί. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα μικρό σώμα που έφτασε στις 14 Μαρτίου στην Μονή Τσιριλόβου μετά από πορεία δύο εβδομάδων. Ο Καραβαγγέλης συναντήθηκε μόνο με τον Κοντούλη στην Καστοριά και στη συνέχεια το σώμα πορέυθηκε βόρεια στα Κορέστεια και τις Πρέσπες. Επισκέφθηκε αρκετά χωριά και προσπάθησε να υψώσει το ηθικό των ντόπιων. Ενώ το σώμα βρισκόταν στις Καρυές των Πρεσπών ανακλήθηκε με κυβερνητική εντολή στην Ελλάδα ο Μελάς, ο οποίος μέσω Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης έφτασε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου. Οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε ομάδες και περιόδευσαν σε πολλά χωριά του Βιτσίου, συνεργαζόμενοι με τον Στρεμπενιώτη, μέχρι την αναγκαστική ανάκκληση όλων των αξιωματικών στις 1 Μαΐου[8].
Ένα μοναδικό ντοκουμέντο. Στιγμιότυπο από τα
συλλαλητήρια στην Καστοριά τον Μάϊο του 1904 κατά
την έλευση του εξαρχικού επισκόπου Γρηγόριου.
Οι διαδηλωτές βρίσκονται στο προαύλιο του
μητροπολιτικού ναού.
Μετά το Ίλιντεν στην Καστοριά είχε παραμείνει μόνο το σώμα του Μήτρο Βλάχου και το ναυάγιο της βουλγάρικης ένοπλης προπαγάνδας εξανάγκασε τους Βουλγάρους να χειριστούν άλλα μέσα. Ο εξαρχικός επίσκοπος του Μοναστηρίου Γρηγόριος (1853-1906) προσπάθησε με κάθε μέσο να μεταφέρει την έδρα του στην Καστοριά. Τον Μάϊο του 1904 μετά από άδεια του Χιλμή Πασά εγκαθίσταται πραξικοπηματικά στην Καστοριά και ξεσπούν ευρείες αντιδράσεις από τους κατοίκους της. Με προεξάρχοντα τον έλληνα μητροπολίτη Γερμανό γίνονται μεγάλα συλαλλητήρια από εκατοντάδες γυναικόπαιδα της πόλης. Ο καϊμακάμης της Καστοριάς τάχθηκε εξ αρχής στο πλευρό του βούλγαρου επισκόπου και μόνο όταν η κατάσταση οξύνθηκε αρκετά ύστερα από τη συνδρομή των μπέηδων της πόλης, αναγκάστηκε να τον διώξει. Κατά την αναχώρησή του μετά από λίγες μέρες παραμονής χλευάστηκε από τους κατοίκους της πόλης και παιδιά με γκαζοτενεκέδες τον γιουχάϊζαν[9]. Οι καστοριανοί με τη στάση τους αυτή ξεκαθάρισαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν στην ολοένα και πιο προκλητική στάση των Βουλγάρων. Επιπρόσθετα, την άνοιξη του 1904 η τουρκική εξουσία παρείχε για ακόμη μια φορά αμνηστεία στους βούλγαρους επαναστάτες του Ίλιντεν, μετά από σφοδρές πιέσεις των δυτικών. Στις 8 Απριλίου 1904 υπογράφηκε βουλγαροτουρκική συμφωνία κατά τους όρους του Προγράμματος της Μυρστέγης. Έτσι, σταδιακά επανεμφανίστηκαν οι κομιτατζήδες στην περιοχή και συνέχισαν ανενόχλητοι το ανθελληνικό έργο τους. Στις 12 Μαΐου δολοφονήθηκε με ενέδρα ο Β. Στρεμπενιώτης και στις 9 Ιουνίου συλλήφθηκε από τους Τούρκους ο Κώττας και απαγχονίστηκε περίπου ένα χρόνο μετά στο Μοναστήρι. Η προδοσία του Κώττα στους Τούρκους παραμένει μια από πιο σκοτεινές υποθέσεις του Μακεδονικού Αγώνα και στις πηγές εμφανίζονται διάφορα αίτια. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, οι έλληνες οπλαρχηγοί είχαν εντολή να εξολοθρέυσουν τον Μήτρο Βλάχο, που συνέχιζε να σκορπά τον τρόμο στα Κορέστεια. Ο Κώττας όμως αδυνατούσε να σκοτώσει το παλιό πρωτοπαλλίκαρό του και συναντήθηκε κρυφά μαζί του στο Τρίγωνο, προσπαθώντας να τον πείσει να ταχθεί με το ελληνικό μέρος. Οι συναγωνιστές του και ο Καραβαγγέλης όμως παρεξήγησαν αυτή του την στάση και προέβησαν στην προδοσία[10]. Ο Κώττας φυσικά σε καμία περίπτωση δεν έδρασε προδοτικά, καθώς μέχρι το τέλος διατήρησε την ελληνική του συνείδηση. Χαρακτηριστικά τα τελευταία λόγια του στο σλαβόφωνο ιδίωμα: ‘’Ντα ζίβε Γκρτσια. Σλόμποντα ίλι σμρτ’’, δηλαδή ‘’Ζήτω η Ελλάδα. Ελευθερία ή θάνατος’’[11]. Όπως και να ‘χει το θέμα, χάθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα οι δύο σημαντικότεροι έλληνες οπλαρχηγοί στην περιοχή και η κατάσταση κρινόταν ως εξαιρετικά κρίσιμη.
Ο Δ. Καλαποθάκης (1862-1921) ήταν εκδότης
της εφημερίδας Εμπρός και Πρόεδρος του
Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα τα έτη
1904-1907
Όταν επέστρεψαν οι τέσσερις αξιωματικοί και ο Τζορμπατζόγλου στην Αθήνα έκθεσαν τις απόψεις τους για την κατάσταση στη Μακεδονία. Μεταξύ των αξιωματικών υπήρχε διχογνωμία καθώς οι Μελάς και Κοντούλης ήταν υπερ της αποστολής σωμάτων από την Ελλάδα, ενώ οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης απέρριπταν τη θέση αυτή και θεωρούσαν πως έπρεπε απλά να εφοδιαστούν οι ντόπιοι κάτοικοι[12] [13]. Η τραγική αδράνεια της κυβέρνησης οδήγησε στις 22 Μαΐου 1904 στην ίδρυση ενός άλλου φορέα που θα οργάνωνε τον αγώνα στη Μακεδονία, του ‘’Μακεδονικού Κομιτάτου’’ με πρόεδρο τον Δ. Καλαποθάκη. Η αλήθεια είναι ότι το Ελληνικό Κράτος αδυνατούσε να λάβει μια αποφασιστική λύση και ζήτησε την έκθεση του νέου πρόξενου στο μοναστήρι Δ. Καλλέργη. Ο Καλλέργης ζήτησε την άμεση αποστολή 5 ομάδων που θα δρούσαν στα Καστανοχώρια, τα Κορέστεια, την περιοχή Βασιλειάδας - Κλεισούρας - Λεχόβου, το ανατολικό Βίτσι (Πολυπόταμος, Δροσοπηγή, Φλάμπουρο, Νυμφαίο) και βορείως της λίμνης Οστρόβου (Βεύη, Κέλλη, Σκοπός)[14]. Τελικά, τον Αύγουστο του 1904 πάρθηκε η απόφαση αποστολής δύο μικρών ένοπλων σωμάτων στην Καστοριά υπο τους Γ. Μπόλα και Π. Κανδύλα[15]. Ο Κανδύλας (καπετάν Κόκκινος) ανέπτυξε μικρή δράση γύρω από το Βογατσικό, ενώ το σώμα του Μπόλα συνεπλάκη με τουρκικό απόσπασμα στην περιοχή της Ελασσόνας και επέστρεψε πίσω. Το Μακεδονικό Κομιτάτο έστειλε ως εκπρόσωπό του στην Καστοριά τον Κ. Μάνο και ο Παύλος Μελάς προσκλήθηκε από την Μακεδονική Επιτροπή της Κοζάνης. Στο δεύτερο ταξίδι του μαζί με τον Λ. Πύρζα ο Μελάς, παριστάνωντας τον ζωέμπορο Πέτρο Δέδε, έφτασε στην Κοζάνη και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμία οργάνωση, παρα τις διαβεβαιώσεις που είχε απο τοπικούς παράγοντες. Αρκέστηκε μόνο στην συμφωνία με τους οπλαρχηγούς Καραλίβανο και Βισβίκη και ταξίδεψε μέχρι τη Σιάτιστα[16] [17]. Ένα μεγαλύτερο σώμα 14 ανδρών υπο τον Ε. Καούδη έφτασε στις 31 Αυγούστου στο Ανταρτικό και ξεκίνησε τη δράση του. Στράφηκε εναντίον μελών της ΕΜΕΟ και δολοφόνησε τους εξαρχικούς πράκτορες Στόϊτσε, Χατζηπαύλο και τον ρουμανίζοντα από το Πισοδέρι Τσολάκη[18].
Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς. Στη θέση που
βρίσκεται το αριστερό άτομο δέχτηκε ο οπλαρχηγός
τα πυρά στην κοιλιακή χώρα.
Ο Παύλος Μελάς διέρχεται για τρίτη φορά την ελληνοτουρκική μεθόριο στις 27 Αυγούστου 1904 ως αρχηγός ενός σώματος 30 ανδρών, μεταξύ των οποίων οι Λ. Πύρζας, Α. Δικώνυμος, Λ. Βρανάς, Γ. Βολάνης[19] και Ι. Καραβίτης[20]. Μετά από 10 μέρες πορεία και προδοσία ενός από τους οδηγούς καταφέρνει να φτάσει στο Κωσταράζι στις 8 Σεπτεμβρίου. Από εκεί πορέυεται προς τη Μονή Τσιριλόβου και μετά προς το Λέχοβο, όπου συναντά τον τοπικό αγωνιστή Ζ. Δημουλιό[21]. Εισέρχεται στην Περικοπή και τα Ασπρόγεια, όπου διαλύει τις τοπικές επιτροπές της ΕΜΕΟ. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Δροσοπηγή, όπου κλείνει το ρουμάνικο σχολείο και εντάσσει στο σώμα του τον Φ. Καπετανόπουλο[22]. Στον Πολυπόταμο δέχεται τούρκικη επίθεση και σκοτώνεται ο Καπετανόπουλος. Στις 7 Οκτωβρίου συναντά τα σώματα Καραλίβανου, Μπούλακα και Βολάνη στο Φλάμπουρο και συνενώνεται με αυτά. Σε όλη την περιοδεία αυτή οργάνωσε τοπικές ελληνικές επιτροπές αμύνης σε κάθε χωριό και προσπάθησε να τονώσει το ηθικό των γηγενών. Στη συνέχεια πορεύεται δυτικά ώστε να συναντήσει στο Ανταρτικό το υπάρχων σώμα του Καούδη και στις 12 Οκτωβρίου εισέρχεται στην Στάτιστα (Μελάς), όπου διανυκτερεύει σε διάφορες οικείες όλο το σώμα των 35 ανδρών[23]. Την επόμενη μέρα ειδοποιείται ότι καταφθάνει από το Μακροχώρι ισχυρή τούρκικη στρατιωτική δύναμη, αλλά ορίζει να παραμείνουν στο χωριό. Το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου (26 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) ακούγοντας θορύβους βγαίνει από την οικία και δέχεται πυροβολισμό στην κοιλιακή χώρα. Πεθαίνει λίγη ώρα μετά, συλλαμβάνονται 7 άνδρες και οι υπόλοιποι διαφεύγουν στο Ανταρτικό και συναντούν τον Καούδη. Η προδοσία του Μελά στους Τούρκους προερχόταν από τον Μήτρο Βλάχο, που βρισκόταν στο Μακροχώρι, και αδυνατούσε να αντιπαρατεθεί με τον Μελά. Έτσι, σκέφτηκε το εξής τέχνασμα: έβαλε έναν ακόλουθό του να γράψει γράμμα στα ελληνικά προς τον τούρκο στρατιωτικό διοικητή του Μακροχωρίου και να του γνωστοποιεί ότι στη Στάτιστα βρισκόταν ο Μήτρο Βλάχος, ο οποίος καταζητούνταν πολύ καιρό για δολοφονίες Τούρκων και Ελλήνων[24]. Έτσι, το τουρκικό απόσπασμα κινήθηκε ώστε να σκοτώσει τον υποτιθέμενο Μήτρο Βλάχο, ενώ ακόμη και μετά τον θάνατο του Μελά δεν γνώριζε καν ποιος είχε σκοτωθεί. Μπορεί οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Μελά να είναι οι τούρκοι στρατιώτες, όμως ο ηθικός αυτουργός είναι ο Μήτρο Βλάχος. Στη συνέχεια, ο Καραβαγγέλης προσπάθησε να κρατήσει κρυφό τον θάνατο του Μελά και έστειλε τον έμπιστό του Κ. Στεργίου από το χωριό να πάρει το άψυχο σώμα του, όμως εκείνος δεν πρόλαβε και έκοψε μόνο το κεφάλι του και το μετέφερε στην εκκλησία του Πισοδερίου, όπου θάφτηκε. Το υπόλοιπο σώμα ανακαλύφθηκε από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Καστοριά. Στα απομνημονεύματα του Καραβαγγέλη περιγράφεται λεπτομερώς ο αγώνας που έγινε εκεί ώστε να πάρει το σώμα και να το θάψει[25], πράγμα που έκανε απέναντι από την Μητρόπολη Καστοριάς, έξω από τον ναό των Ταξιαρχών.
Χάρτης της πρώτης και της τρίτης περιοδείας του Μελά στην περιοχή της Καστοριάς.
(σχέδιο Γ. Τσότσου)
Φωτογραφίες του Π. Μελά με τη γυναίκα του Ναταλία
και την κόρη του Ζωή στο σπίτι του στην Κηφισιά,
το οποίο σήμερα σώζεται
Η είδηση του θανάτου του Μελά ταξίδεψε ταχύτατα και έγινε αμέσως πρωτοσέλιδο στις αθηναϊκές εφημερίδες. Ο ανθυπολοχαγός Μελάς ήταν εξέχουσα προσωπικότητα της αθηναϊκής κοινωνίας και ο αναπάντεχος χαμός του εξόργισε και δραστηριοποίησε πολλούς άλλους αξιωματικούς. Το ενδιαφέρον του για την Μακεδονία τον οδήγησε να εγκαταλείψει την ήρεμη αστική ζωή του, την πλούσια κατοικία του στα Βόρεια Προάστια και τα δυο μικρά παιδιά του. Δεν είναι τυχαίο που η έναρξη του ελληνικού αγώνα στη Μακεδονία τοποθετείται στα 1904 και ταυτίζεται συχνά με τον θάνατό του. Η γυναίκα του Ναταλία ήρθε λίγο διάστημα αργότερα με ψευδώνυμο στην Καστοριά, ώστε να δει τον τάφο του άνδρα της. Μετά από τρία χρόνια ήρθε ξανά μαζί με τον αδερφό της Ίωνα Δραγούμη, τον αδερφό του Παύλου Μελά Κωνσταντίνο και τον Πρόξενο του Μοναστηρίου. Τότε μεταφέρθηκε κρυφά το κεφάλι του νεκρού από το Πισοδέρι στην Καστοριά και έγινε η ανακομιδή των λειψάνων, που βρίσκονται μέχρι σήμερα μέσα στον ναό των Ταξιαρχών[26]. Στο χωριό όπου σκοτώθηκε δημιουργήθηκε ένα κενοτάφιο και μετονομάστηκε προς τιμήν του Μελάς κατά τον Μεσοπόλεμο.
Η έλευση Κατεχάκη και Βάρδα
Ο Γ. Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) (1880-1936)
από την Πόμπια Ηρακλείου αποτέλεσε
Γενικός Αρχηγός των επιχειρήσεων
στο Βιλαέτι Μοναστηρίου, αντικαθιστώντας
τον Παύλο Μελά
Μετά τον θάνατο του Μελά επικρατούσε σύγχυση μεταξύ των ελλήνων οπλαρχηγών. Τοποθετήθηκαν ολιμελείς φρουρές στο Ανταρτικό, την Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και το Λέχοβο υπο τους Π. Κύρου, Λ. Βρανά[27], Ι. Μπούλακα[28] και Α. Δικώνυμο[29] αντίστοιχα. Το σώμα του Καραλίβανου και ο Πύρζας[30] κατέφυγαν στην Νότια Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο σώμα του Καούδη περιφερόταν στα Κορέστεια και το Βίτσι. Στις 7 Νοεμβρίου ο Καούδης έσπευσε στο Κωσταράζι να συναντήσει τον Γ. Κατεχάκη (καπετάν Ρούβα)[31], νέο απεσταλμένο αρχηγό από το Μακεδονικό Κομιτάτο. Το 25μελές σώμα του Κατεχάκη περιλάμβανε μεταξύ άλλων τους Δ. Νταλίπη, Π. Γύπαρη[32], Σ. Ιωαννίδη[33] και Δ. Γαϊτατζή[34]. Από εκεί μετέβησαν στη Βλάστη και προετοίμαζαν επίθεση στο εξαρχικό χωριό Αετός, όταν πληροφορήθηκαν την τέλεση ενός γάμου στο Σκλήθρο, όπου θα συγκεντρώνονταν πολλά στελέχη της ΕΜΕΟ. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε από τα συνασπισμένα σώματα Κατεχάκη, Καούδη και Πούλακα στις 13 Νοεμβρίου και έληξε με αρκετούς εξαρχικούς νεκρούς. Το γεγονός αυτό, μαζί με την επίθεση στη Βασιλειάδα λίγο διάστημα αργότερα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τη βουλγαρική προπαγάνδα εως σήμερα. Οι ιστοριογράφοι από τη Βουλγαρία και τα Σκόπια μιλούν συχνά για τον λεγόμενο ‘’ματωμένο γάμο’’ στο Ζέλενιτς (Σκλήθρο) και σφαγή αμάχων, αποσιοπώντας φυσικά το γεγονός ότι σε αυτόν συμμετείχαν βασικά όργανα της ΕΜΕΟ πλήρως οπλισμένα, μεταξύ των οποίων ο βοεβόδας Κόλε Αντρέεφ που διέφυγε τελικώς. Στην πραγματικότητα, στον γάμο διεξήχθη συμπλοκή με ένοπλους κομιτατζήδες, ενώ οι γυναίκες παρέμειναν κλειδωμένες σε ένα δωμάτιο[35]. Άρα εν ολίγοις μιλάμε για μια μικρή μάχη και όχι για σφαγή αμάχων, όπως προσπάθησαν έντεχνα να μεταβιβάσουν οι Βούλγαροι στις προξενικές αρχές του Μοναστηρίου. Ως αντίποινο αυτής της ελληνικής επίθεσης εκλαμβάνεται η δολοφονία 13 κοζανιτών ταξιδιωτών κοντά στο Ξυνό Νερό από τον Αντρέεφ. Μετά το γεγονός στο Σκλήθρο, ο Κατεχάκης με τον Καούδη πορεύθηκαν προς τα Κορέστεια, ενώ οι υπόλοιποι αρχηγοί επέστρεψαν στις θέσεις τους ως φρούραρχοι οικισμών. Κατά τη διάρκεια της περιοδεία αυτής διεξήχθη μάχη κοντά στο Ανταρτικό με τους κομιτατζήδες στις 30 Νοεμβρίου. Τα σώματα Κατεχάκη, Καούδη, Καραβίτη και Σημανίκα προσπάθησαν να περικυκλώσουν τις τσέτες των Μήτρο Βλάχου και Κερσάκωφ στη κορυφή Γιάμισε, όμως απέτυχαν καθώς παρεβλήθη τουρκικός στρατός από το Πισοδέρι και το Μακροχώρι, επιτρέποντας τη φυγή των Βουλγάρων[36].
Ο Γ. Τσόντος (Βάρδας) (1871-1942) από το
Ασκύφου Χανίων ήταν Γενικός Αρχηγός
στο Βιλαέτι Μοναστηρίου το διάστημα 1905-1907.
Η προσφορά του στην θετική εξέλιξη του
αγώνα ήταν μεγάλη
Οι πρώτες νίκες των ελληνικών σωμάτων επρόκειτο να πολλαπλασιαστούν μετά την έλευση του Γ. Τσόντου (καπετάν Βάρδας)[37], νέου γενικού αρχηγού του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Ο Βάρδας έφτασε στην περιοχή περι τα τέλη Νοεμβρίου μαζί με 40 άνδρες, μεταξύ των οποίων οι Γ. Δικώνυμος-Μακρής[38], ο Εμ. Νικολούδης[39], ο ιερέας Χ. Χρυσομαλλίδης[40] και ο αδελφός του Μ. Τσόντος[41]. Εν τω μεταξύ ο Κατεχάκης κατά τη μάχη του Ανταρτικού ασθένησε από την κήλη του και κρίθηκε σκόπιμο να μεταβεί στην Αθήνα. Έτσι, μετά από μια σύντομη συνάντηση με τον Βάρδα στο Βογατσικό αναχώρησε στις αρχές του 1905. Αρχικά, το σώμα του Τσόντου-Βάρδα κατευθύνθηκε στα Καστανοχώρια και τη Δαμασκηνιά, όπου έλαβε οδηγίες για τις κινήσεις του. Στις 5 Δεκεμβρίου πυρπόλησε οικία στον Άγιο Ηλία, όπου κατέλυε ο βοεβόδας Κωστάντωφ μαζί με οπλίτες του. Τελικώς, ο θάνατός τους προήλθε από ασφυξία, καθώς παρέμειναν κρυμμένοι σε μια κρύπτη της κουζίνας[42]. Στη συνέχεια, μετέβη νοτιότερα σε περιοχές τις Ανασέλιτσας χωρίς την ομάδα του αδερφού του, όπου οργάνωσε τους ελληνικούς πληθυσμούς στο Μακεδονικό Κομιτάτο και εκκαθάρισε την περιοχή από εξαρχικούς χωρικούς των ελληνοτουρκικών συνόρων, που δρούσαν ως πληροφοριοδότες για τις κινήσεις των ελληνικών σωμάτων που εισέρχονταν ή έκαναν λαθρεμπόριο όπλων από την νότια Ελλάδα.
Η επίθεση στη Βασιλειάδα. Οι μάχες κατά το 1905
Ο αρχικομιτατζής Ν. Αντρέεφ (Κόλε)
(1879-1911) από το Βαρικό έδρασε με την
τσέτα του στις περιοχές Καστοριάς και
Φλώρινας για ένα μεγάλο διάστημα
(1902-1908)
Την άνοιξη του 1905 οι Βούλγαροι κομιτατζήδες επανεμφανίζονται στην περιοχή, συνεχίζοντας τη δράση τους. Καταφθάνουν τα σώματα των Τσακαλάρωφ, Ποπώφ και Μιχαήλωφ, ενώ αναπτύσσουν εντονότερη δράση αυτά των Μήτρο Βλάχου, Κερσάκωφ, Αντρέεφ, Ντομπρολίτσκι και Ποπστέρεφ. Στις 21 Φεβρουαρίου πυρπολήθηκε η Μονή Αγ. Νικολάου Κορομηλιάς από τον Μήτρο Βλάχο και δολοφονούνται ο ηγούμενός της Άνθιμος και οι εγκαταβιούντες μοναχοί. Στις 24 Φεβρουαρίου πυρπολείται η Μονή Αγ. Νικολάου Τσιριλόβου από τον Κόλε Αντρέεφ, σημαντικό κέντρο του ελληνικού αγώνα. Δολοφονούνται οι μοναχοί, ενώ ο ηγούμενος Γρηγόριος απουσίαζε, έτσι και γλίτωσε. Ακόμη, δολοφονούνται ορισμένοι πατριαρχικοί, καίγεται η εκκλησία του Κρεμαστού και δέχεται επίθεση η ελληνική φρουρά του Λεχόβου. Τα ελληνικά σώματα προβαίνουν σε αντίποινα και δολοφονούν εξαρχικούς πράκτορες. Στις 18 Μαρτίου δέχεται επίθεση η Μονή Αγ. Αθανασίου Ζηκοβίστης και στις 21 Μαρτίου καταφθάνει στο Σισάνι το πολυπληθές σώμα του Σ. Δούκα (καπετάν Μάλλιος)[43] και συναντάται με τον Βάρδα. Μαζί με τα σώματα Καούδη, Γύπαρη, Δικώνυμου-Μακρή, Καραβίτη, Γκούτα και Πούλακα συγκεντρώνεται ένα πλήθος 180-200 οπλιτών στη Μονή Αγίων Αναργύρων και αποφασίζουν να επιτεθούν στην κωμόπολη της Βασιλειάδας, εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλοί κάτοικοί της συμμετείχαν στην πυρπόληση της Μονής Τσιριλόβου πριν ένα μήνα. Το τυφλό πάθος και η απερισκεψία των οπλαρχηγών, ιδίως του Βάρδα, οδήγησε στο μεγαλύτερο έγκλημα κατά αμάχων που διέπραξαν τα ελληνικά σώματα στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Το ξημέρωμα της 25ης Μαρτίου (7 Απριλίου) εισήλθε το πρώτο σώμα του Μάλλιου και μετά από μια αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τον πρόεδρο του οικισμού η επίθεση γενικεύτηκε με εμπρησμούς, ληστείες και τελικό απολογισμό 62 νεκρούς. Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονταν ένοπλοι κομιτατζήδες που προσπαθούσαν να αμυνθούν, αλλά και πολλοί άμαχοι (ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα). Μιλάμε σαφώς για έναν πολύ μεγάλο αριθμό νεκρών αλλά όχι για ολοκαύτωμα, καθώς η Βασιλειάδα είχε πληθυσμό 2500 περίπου κατοίκων ενώ ήταν ήδη κατεστραμμένη από την περίοδο του Ίλιντεν. Μετά την επίθεση τα ελληνικά σώματα συγκεντρώθηκαν στο ύψωμα Σούμπρετς πάνω από το χωριό και κινδύνεψαν να περικυκλωθούν από τον τουρκικό στρατό που έφτασε στην περιοχή. Με έναν ελιγμό κατέφυγε στο απέναντι βουνό και συγκεντρώθηκε στον Γέρμα, όπου και διασπάστηκε[44] [45].
Η κωμόπολη της Βασιλειάδας καταστράφηκε κατά την
Επανάσταση του Ίλιντεν από τούρκικα και βουλγάρικα
σώματα. Τον Μάρτιο του 1905 δέχτηκε την επίθεση των
ελληνικών σωμάτων.
Τα γεγονότα στη Βασιλειάδα έσπευσε άμεσα να εκμεταλλευτεί, όπως ήταν φυσικό, η βουλγαρική πλευρά. Με διογκωμένες και ψευδείς αναφορές στους ξένους απεσταλμένους συγκεντρώθηκε στην κωμόπολη επιτροπή προξένων και ο ιταλός διοικητής της χωροφυλακής από την Καστοριά Ε. Μανέρα. Μέχρι σήμερα, στη βουλγάρικη και γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία η σφαγή εκείνη λαμβάνει μνημειώδες προπαγανδιστικό χαρακτήρα, δυσανάλογο των γεγονότων. Στην πραγματικότητα, η επίθεση εκείνη δεν διέφερε από ανάλογες επιθέσεις των κομιτατζήδων, ενώ ο συνολικός αριθμός των δολοφονηθέντων από τις βουλγαρικές τσέτες ελλήνων στην περιοχή ήδη από το 1898 είναι πολλαπλάσιος των θυμάτων στην Βασιλειάδα. Ως υπαίτιο εκείνης της ενέργειας προσπάθησαν οι Βούλγαροι να αναδείξουν τον Γερμανό Καραβαγγέλη, έτσι ανακλήθηκε από τον Πατριάρχη στη Θεσ/νίκη αλλά επέστρεψε με δική του πρωτοβουλία 45 ημέρες μετά. Ο Καραβαγγέλης γνώριζε την απόφαση για επίθεση στη Βασιλειάδα, αφού ο ίδιος είχε δώσει στον Βάρδα κατάλογο των πατριαρχικών χωρικών ώστε να μη πειραχθούν[46] (βέβαια μέσα στην αναταρραχή της μάχης σκοτώθηκαν και ορισμένοι πατριαρχικοί), αλλά δεν αναμίχθηκε περαιτέρω. Τα πραγματικά αίτια της επίθεσης είναι αφ΄ενός η συμμετοχή πολλών κατοίκων του χωριού σε σώματα κομιτατζήδων, που το προηγούμενο διάστημα έκαναν πολλές επιθέσεις σε όλη την επαρχία, και αφ΄ετέρου η λανθασμένη πρωτοβουλία των συμμετεχόντων οπλαρχηγών να προβούν σε τέτοια έκτασης αντίποινα.
Τον Απρίλιο του 1905 εμφανίστηκε στην περιοχή ο Υπολοχαγός Ν. Καλομενόπουλος (καπετάν Νίδας)[47] με υπαρχηγό τον Χ. Τσολακόπουλο (καπετάν Ρέμπελος)[48] και 115 οπλίτες. Στις 16 Απριλίου το σώμα κατέλυσε στην Δροσοπηγή, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η φρουρά του Λ. Βρανά για αρκετό διάστημα. Μετά από βουλγάρικη προδοσία πολυάριθμα τούρκικα στρατεύματα περικύκλωσαν τον οικισμό, με αποτέλεσμα να εγκωβίσουν τους έλληνες οπλαρχηγούς. Οι ατυχείς έξοδοι που επακολούθησαν επέφεραν μεγάλες απώλειες, καθώς αρκετοί θανατώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν. Το σώμα Καλομενόπουλου διαλύθηκε και ο Λ. Βρανάς σκοτώθηκε, ενώ ο Τσολακόπουλος μαζί με ένα τμήμα διέφυγε στο Λέχοβο και συνέχισε την δράση του βορειότερα στο Μορίχοβο[49].
Ο οπλαρχηγός Π. Γύπαρης (1882-1966)
απο την Ασή Γωνιά Ρεθύμνου πήρε
μέρος σε πολλές νικηφόρες μάχες στην
περιοχή της Καστοριάς
Το ίδιο διάστημα, έκανε την εμφάνισή του το σώμα του Π. Μάνου (καπετάν Βέργα)[50], ενώ επανεμφανίστηκαν αυτά του Κατεχάκη και του Γύπαρη. Όλοι μαζί συναντήθηκαν με τον Τσόντο-Βάρδα κοντά στη Βλάστη και αποφάσισαν να επιτεθούν στο εξαρχικό χωριό Εμπόριο. Η παρουσία τους όμως έγινε γνωστή στους Τούρκους και έτσι διασπάστηκαν. Ο μεν Βάρδας κινήθηκε προς το Σισάνι, ενώ οι υπόλοιποι προς το Λέχοβο. Στις 13 Απριλίου πραγματοποιήθηκε η ατυχής για τα ελληνικά σώματα μάχη στη θέση Κουρί του Γέρμα, όπου αιχμαλωτίστηκε ο οπλαρχηγός του Βάρδα Ε. Φραγκιαδάκης (καπετάν Γαλιανός)[51] και είχε ως επακόλουθο την δολοφονία του οπλαρχηγού Α. Μαργαρίτη[52] για προδοσία. Στις 21 Απριλίου, ενώ τα σώματα Κατεχάκη, Μάνου και Γύπαρη διανυκτέρευαν στο όρος Μουρίκι, εμφανίστηκε ισχυρή τουρκική δύναμη η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς και τράπηκε σε φυγή. Η μάχη του Μουρικίου επέφερε σημαντικές απώλειες στην τουρκική πλευρά και ελάχιστες στην ελληνική, με αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό των Ελλήνων. Όμως, από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε μια συνεχής και έντονη καταδίωξη που ανάγκασε τα σώματα Κατεχάκη και Μάνου να επανέλθουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Το Μακεδονικό Κομιτάτο συνέστησε πλέον να αποφεύγονται οι θορυβώδεις ενέργειες, που κινούν την προσοχή των Οθωμανών και των δυτικών δυνάμεων.
Ο Φ. Πηχεών (1875-1947) (Φιλώτας)
από την Καστοριά έδρασε στην περιοχή
μαζί με τους Δούκα και Μακρή, ενώ
αργότερα προωθήθηκε στο Μορίχοβο.
Τον Μάϊο του 1905 τα σώματα Βάρδα και Μακρή δρουν στο ανατολικό Βίτσι, του Δούκα στα Όντρια και του Καραβίτη στα Κορέστεια, όπου ήλθαν αρκετές φορές σε συμπλοκή με τις τσέτες κομιτατζήδων. Τον Ιούνιο ο Βάρδας κινήθηκε ανατολικά, πραγματοποιώντας επίθεση στο εξαρχικό χωριό Αγ. Παντελεήμονας. Ο Δούκας μετακινήθηκε προς το Νεστόριο και την Κορυτσά, ενώ ο Καραβίτης προς το Μορίχοβο. Το σώμα Μακρή συνέχισε τη δράση του στο ανατολικό Βίτσι, ενισχυμένο από την ομάδα του Φ. Πηχεών (καπετάν Φιλώτας)[53]. Στις 20 Ιουνίου πραγματοποίησε επίθεση στο χωριό Περικοπή, όπου κατέλυε η τσέτα του Μήτρο Βλάχου, ενώ την επόμενη μέρα σκοτώθηκε στον Αετό ο οπλαρχηγός Ι. Καλογεράκης. Παράλληλα, εμφανίζονται τα σώματα Καούδη και Βλαχογιάννη (καπετάν Οδυσσέα)[54]. Τον Ιούλιο ο Μακρής κινήθηκε βόρεια στον Βαρνούντα και στην περιοχή της Καστοριάς δρουν μέχρι τέλη καλοκαιριού τα σώματα Βάρδα, Καούδη, Βλαχογιάννη, Πηχεών, Νταλίπη, Νταϊλάκη, Κύρου, Γύπαρη και Πύρζα. Τον Σεπτέμβριο εμφανίζεται στα Καστανοχώρια ο Α. Βλαχάκης (καπετάν Λίτσας)[55] και αργότερα ο Κ. Πούλος (καπετάν Πλάτανος)[56]. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν πολλές μάχες στα Κορέστεια και τις Πρέσπες εναντίον των κομιτατζήδων. Τον Οκτώβριο έγινε μια πρόσκαιρη συνεργασία Τσόντου Βάρδα και Μακρή ώστε να εξοντωθεί ο Μήτρο Βλάχος στο Βατοχώρι, η οποία απέτυχε. Τον Δεκέμβριο όλα τα ελληνικά σώματα επέστρεψαν στη νότια Ελλάδα για να ανασυνταχθούν και στην περιοχή παρέμειναν λιγοστοί ντόπιοι οπλαρχηγοί[57]. Στην θέση του Βάρδα είχαν σταλεί ο Ανθυπίλαρχος Β. Πανουσόπουλος (καπετάν Τρομάρας)[58] και ο Ανθυπολοχαγός Γ. Ζήρας. Το σώμα του Πανουσόπουλου εξολοθρεύθηκε άμεσα από τον τουρκικό στρατό στην τραγική Μάχη των Ψαράδων στις 25 Νοεμβρίου 1905, ενώ ο Ζήρας αποχώρησε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1905 τα σώματα Βλαχάκη, Πούλου και Κόκκινου[59] επιτέθηκαν στα Λακκώματα, όπου βρισκόταν ο Μήτρο Βλάχος, και το Πετροπουλάκι. Έπειτα, διασπάστηκαν και ο Βλαχάκης επέστρεψε στην Ελλάδα[60].
Οι ανταγωνισμοί στην οργάνωση του αγώνα. Οι μάχες κατά το 1906
Παρα τις επιτυχίες των ελληνικών σωμάτων εναντίον των Τούρκων και των Βουλγάρων κατά το 1905 οι οργανωτικοί παράγοντες από την Ελλάδα αδυνατούσαν να τις διαχειριστούν σωστά και ο αγώνας πήρε δυσάρεστη τροπή στις αρχές 1906. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έλλειψη συνεννόησης και τον ανταγωνισμό στην ηγεσία του Μακεδονικού Αγώνα μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Μακεδονικού Κομιτάτου. Η κυβέρνηση είναι γεγονός ότι καθυστέρησε δραματικά να αναμιχθεί στη Μακεδονία, αλλά από τη στιγμή που το έπραξε βοήθησε σημαντικά με την παροχή οικονομικής βοήθειας και κυρίως με τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι πράκτορες στην Πρεσβεία της Πόλης και τα Προξενεία του Μοναστηρίου, Θεσ/νίκης, Σερρών και Φιλιππούπολης. Το Μακεδονικό Κομιτάτο από την άλλη, με πρόεδρο τον εκδότη της εφημερίδας ‘’Εμπρός’’ Δ. Καλαποθάκη, ιδρύθηκε ακριβώς λόγω της προαναφερθείσης καθυστέρησης με σκοπό να οργανώσει τα ελληνικά αντάρτικα σώματα για τη Μακεδονία. Το Κομιτάτο διεύθυνε τον αγώνα από την Αθήνα και πολλές φορές προκαλούσε σύγχυση στους οπλαρχηγούς με τις καθυστερημένες ή άτοπες εντολές του. Η αργοπορία αποστολής μιας επιστολής, ακόμη και ενός τηλεγραφήματος, έθετε συχνά σε κίνδυνο τα ελληνικά σώματα. Επιπρόσθετα, πολλές φορές οι οπλαρχηγοί της περιοχής δέχονταν διαφορετικές εντολές από το Κομιτάτο και διαφορετικές από το Προξενείο Μοναστηρίου με αποτέλεσμα να επικρατεί μια συγκεχυμένη και διασπαστική κατάσταση. Μεταξύ αξιωματικών και Κομιτάτου είχε δημιουργηθεί μια άτυπη αντιπαλότητα με αποκορύφωμα την εντολή του Βάρδα στους αξιωματικούς που βρίσκονταν στην Αθήνα να αποκλείσουν τους παράγοντες του Κομιτάτου από τη διεύθυνση του αγώνα. Η άλλη πλευρά απάντησε με μια εγκύκλιο αποκήρυξης όλων σχεδόν των αξιωματικών που εργάζονταν στα Προξενεία ή ήταν επικεφαλείς σωμάτων ως διασπαστές. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του αγώνα και αποτέλεσε βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την καθολική επικράτηση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία[61] [62].
Ο Α. Βλαχάκης (Λίτσας) (1874-1906)
έδρασε με το σώμα του στα Καστανοχώρια
και σκοτώθηκε στη Μάχη του Καστανόφυτου
μαζί με τον υπαρχηγό του Λ. Πετροπουλάκη
Τον χειμώνα είχαν εγκαταλείψει την περιοχή της Καστοριάς πολλοί ντόπιοι και όλοι οι νοτιοελλαδίτες οπλαρχηγοί, με εξαίρεση το σώμα του Πούλου. Τα σώματα των Μήτρο Βλάχου, Αντρέεφ, Ντομπρολίτσκι, Κλιάσεφ και Κερσάκωφ συνέχισαν να δρουν και αυτό το έτος, ενώ επανεμφανίζεται από τη Βουλγαρία ο Κ. Ποπντίνωφ[63]. Τον Ιανουάριο αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους ο οπλαρχηγός Λ. Τσώρης[64] στο Λέχοβο, αυτοτραυματίζεται και πεθαίνει αργότερα στη φυλακή της Καστοριάς. Επίσης, καταφθάνει ο Ζ. Παπαδάς (καπετάν Φούφας)[65], που δρα αρχικά στον Βαρνούντα. Τον Μάρτιο ο Μακρής επανεμφανίζεται στο Βίτσι και τα Κορέστεια, προσπαθώντας ανεπιτυχώς μαζί με τον Φούφα να εξοντώσει για ακόμη μια φορά τον Μήτρο Βλάχο στο Βατοχώρι. Ακολουθεί μεγάλη μάχη με τον τουρκικό στρατό κοντά στο χωριό Σφήκα των Πρεσπών. Στα τέλη Απριλίου επανεμφανίζεται ο Βλαχάκης με υπαρχηγό τον φοιτητή Λ. Πετροπουλάκη[66] και λαμβάνει εντολή να επιτεθεί στο Καστανόφυτο, όπου κατάλυαν Κομιτατζήδες. Όλο το σώμα 85 ανδρών συγκεντρώνεται στη Μονή Ζηκοβίστης και χωρίζεται σε 6 τμήματα. Η μάχη ξεκίνησε το πρωί της 7ης Μαΐου και ήταν επιτυχής για τα ελληνικά σώματα μέχρι την εμφάνιση του τουρκικού στρατού που έσπευσε σε βοήθεια των Βουλγάρων. Ο απολογισμός ήταν 142 νεκροί για τους Τούρκους και 24 νεκροί για τους Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι Βλαχάκης και Πετροπουλάκης. Ο Κόκκινος στη συνέχεια ανέλαβε την αρχηγία του υπόλοιπου σώματος και πορεύθηκε νοτιότερα[67].
Στα τέλη Μαΐου του 1906 έφτασαν επίσης στην περιοχή οι ομάδες Βολάνη, Γύπαρη και Κανελλόπουλου που προορίζονταν για τις περιοχές των Κορεστείων και του Βιτσίου. Στις 28 Μαΐου κατέλυσαν στην θέση ‘’Χωράφι Μήτρου’’ μεταξύ Λεχόβου και Ασπρογείων, μαζί με τις μικρές ομάδες του Α. Δικώνυμου και Κοροπούλη. Σύντομα, έγιναν αντιληπτοί και ένα πολύ μεγάλο τουρκικό στράτευμα 1500 ατόμων εμφανίστηκε το πρωί της 29ης Μαΐου. Τότε διεξήχθη μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες του αγώνα, γνωστή ως Μάχη των Ασπρογείων. Το αποτέλεσμά της ήταν ιδιαίτερα επιτυχές για τα ελληνικά σώματα, καθώς οι Έλληνες νεκροί ήταν 15 ενώ οι Τούρκοι περίπου 200. Το σώμα Γύπαρη διαλύθηκε, ο Βολάνης μετακινήθηκε στο Μορίχοβο και οι υπόλοιποι παρέμειναν στο Βίτσι[68]. Τον Ιούνιο επανήλθε ο Τσόντος-Βάρδας και πορεύθηκε στα Κορέστεια, όπου είχε μια ατυχή μικροσυμπλοκή με τουρκικό απόσπασμα. Στη συνέχεια, αποτραβήχθηκε στις περιοχές Νεστορίου και Καστανοχωρίων, όπου συνάντησε τον οπλαρχηγό Γ. Βασιλείου (καπετάν Σούλιο)[69].
Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής
Φώτιος Καλπίδης (1862-1906) δολοφονήθηκε τον
Σεπτέμβριο του 1906 από αλβανική συμμορία
Το φθινώπορο έλαβε εντολή να μετακινηθεί βορειότερα στον Βαρνούντα, ως αρχηγός. Ως τα τέλη του 1906 συνέχισαν να δρουν στην Καστοριά οι Παπαδάς, Φαληρέας, Κύρου, Νταλίπης, Νταϊλάκης, Σούλιος και άλλα μικρότερα σώματα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε στα τέλη Νοεμβρίου, όποτε δολοφονήθηκαν οι δυο πιο δραστήριοι οπλαρχηγοί Κύρου και Νταλίπης κοντά στο Ανταρτικό, όπως και ο οπλαρχηγός Ι. Νακίτσας[70]. Επίσης, νωρίτερα είχαν δολοφονηθεί ο παπα-Σταύρος Τσάμης[71] του Πισοδερίου από τον Κερσάκωφ και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος[72] από αλβανική ομάδα. Μάλιστα, μετά τη δολοφονία του δεύτερου διαδόθηκε λανθασμένα ότι επρόκειτο για τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο εκδότης της εφημερίδας ‘’Εμπρός’’ Καλαποθάκης έκανε το τραγικό λάθος να δημοσιεύσει μνημονολόγιο του Καραβαγγέλη, εξαίροντας όλους τους αγώνες που είχε κάνει κατά τον αγώνα στη Μακεδονία. Αυτό είχε ως συνέπεια να μάθουν οι Τούρκοι τα πεπραγμένα του Καραβαγγέλη και να απαιτήσουν την αποπομπή του, που πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος. Ο ίδιος ο Καλαποθάκης καθαιρέθηκε από πρόεδρος του Μακεδονικού Κομιτάτου και τη θέση του πήρε ο Κ. Μάνος.
Ο αγώνας κατά το 1907 και οι διπλωματικές εξελίξεις
Ο Ζ. Παπαδάς (Φούφας) (1876-1907) έδρασε
το 1906 στον όρος Βαρνούντας και το 1907 στην
περιοχή της Καστοριάς. Σκοτώθηκε τον Μάϊο του
1907 στη Μάχη του Παλαιοχωρίου.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα το σώμα του Ανθυπολοχαγού Γ. Φαληρέα (καπετάν Ζάκα)[73] παρέμεινε στα Καστανοχώρια, διατηρώντας ή επαναφέροντας αρκετούς οικισμούς στο Πατριαρχείο. Σε αυτό συμμετείχαν οι οπλαρχηγοί Κόκκινος, Σούλιος, Δεληγιαννάκης, Κούντουρας, Λιχαδιώτης και Αργυράκος. Τον Φεβρουάριο εξοντώθηκε ο περιβόητος Μήτρο Βλάχος και ο Ποπχρίστωφ μετά από πληροφορίες του Καραβαγγέλη και περικύκλωση από τον οθωμανικό στρατό στη Λεύκη. Την θέση του στην ηγεσία της περιοχής πήρε ο Χ. Τσφέτκωφ[74], συνεπικουρούμενος από τους Ποπντίνωφ και Ζελέφσκι[75]. Τον Απρίλιο επανήλθε το σώμα του καπετάν Φούφα στην περιοχή και συναντήθηκε με αυτό του Φαληρέα στο Μουρίκι, όπου αποφασίστηκε η προσβολή του Παλαιοχωρίου με δύναμη 60 ατόμων. Η μάχη διεξήχθη το βράδυ 8/9 Μαΐου και είχε σοβαρές απώλειες για τα ελληνικά σώματα. Οι ένοπλοι Κομιτατζήδες ήταν οχυρωμένοι στην δυσπρόσβλητη οικία Κύρου, απ΄όπου έβαλαν συνεχώς. Οι τραυματίες ήταν αρκετοί και οι νεκροί 7, μεταξύ των οποίων και ο Φούφας[76]. Ο Φαληρέας έπειτα συνέχισε τη δράση του στα Καστανοχώρια, απ΄όπου ανακλήθηκε για την περιοχή του δυτικού Βιτσίου και αντικαταστάθηκε από τον Ανθυπασπιστή Ν. Πλατανιά (καπετάν Λαχτάρας)[77].
Ο Α. Κερσάκωφ (1883-1907) ήταν ένας από τους πιο
δραστήριους κομιτατζήδες που σκοτώθηκε τον Ιούλιο
του 1907 στη Μάχη της Πτελέας. Εδώ, βρίσκεται
στο κέντρο και δεξιά του ο βοεβόδας Σ. Στέργιοφσκι
που σκοτώθηκε το 1905
Στο μεταξύ τον Απρίλιο κατέφθασε το σώμα Γ. Τόμπρα (καπετάν Ρουπακιάς)[78] και αργότερα τα σώματα Δ. Παπαβιέρου (καπετάν Γκούρας)[79] και Ε. Θειάφη (καπετάν Φλάμπουρας)[80]. Το πρώτο έδρασε στην περιοχή του Νεστορίου, όπου αντιμετώπισε αποτελεσματικά τούρκικες και τουρκαλβανικές ομάδες. Στις 3 Ιουλίου μάλιστα κατάφερε να εξοντώσει μαζί με τον Πλατανιά τον αρχικομιτατζή Κερσάκωφ στον οικισμό Πτελέα. Τα άλλα δύο συναντήθηκαν με τον Φαληρέα στη Βλάστη και αποφάσισαν να επιτεθούν στην Οξυά, όπου βρισκόταν ο Ποπντίνωφ. Όμως, όσο όλη η δύναμη βρισκόταν στα υψώματα Σούμπρετς και Βέρμπιστα βόρεια της Κλεισούρας έγινε αντιληπτή από τον τουρκικό στρατό που προσπάθησε να την περικυκλώσει από Κλεισούρα, Λέχοβο και Βασιλειάδα. Στις 13 Ιουνίου διεξήχθη η Μάχη της Βέρμπιστας κατά την οποία σχεδόν διαλύθηκε το σώμα Φαληρέα και σκοτώθηκε ο Κ. Αργυρόπουλος. Έπειτα, το σώμα Παπαβιέρου κινήθηκε προς το Μορίχοβο και του Θειάφη προς τις Πρέσπες[81]. Τον Ιούλιο του 1907 κάνει την εμφάνισή του ο Ν. Τσοτάκος (καπετάν Γέρμας)[82] με δύναμη 41 ανδρών προς ενίσχυση του Φαληρέα. Συναντούνται κοντά στο Βογατσικό και η παρουσία τους γίνεται γνωστή στους Τούρκους από προδοσία. Οι Τούρκοι περικυκλώνουν την ολόκληρη την ορεινή περιοχή και το σώμα εγκλωβίζεται στην θέση Καλογερικό, βορείως του σημερινού οικισμού Γέρμα. Η θέση ήταν αρκετά μειονεκτική και κατά την μάχη της 16ης Ιουλίου υφίσταται μεγάλες απώλειες. Ο Τσοτάκος και οι περισσότεροι οπλίτες σκοτώνονται, άλλοι αιχμαλωτίζονται, ενώ μόνο μια μικρή ομάδα 8 ατόμων υπο τον Φαληρέα διαφεύγει νότια[83].
Η τσέτα του Χ. Τσφέτκωφ (1877-1934) το 1907, όταν
αντικατέστησε τον θανόντα Μήτρο Βλάχο και ανέλαβε
την αρχηγία για όλη την περιοχή της Καστοριάς
Τον Ιούλιο μετά τον θάνατο του Κερσάκωφ, ακολουθεί αυτός του πολύ σημαντικού κομιτατζή ηγέτη Π. Κλιάσεφ. Τον Νοέμβριο αυτοκτόνησε ο Ποπντίνωφ, μετά από περικύκλωση τουρκικού στρατεύματος. Ακόμη, διαλύθηκε η ομάδα του Τσφέτκωφ και σκοτώθηκαν πολλοί άλλοι κομιτατζήδες. Ουσιαστικά, ο μόνος από τους παλιούς αρχικομιτατζήδες της Καστοριάς που ήταν ζωντανός ήταν ο Τσακαλάρωφ που είχε διαφύγει από καιρό στη Βουλγαρία, ενώ οι υπόλοιποι που παρέμεναν στην περιοχή είχαν αναστείλει σημαντικά τις δραστηριότητές τους. Από τα ελληνικά σώματα ο Βάρδας περιστασιακά δρούσε στα Κορέστεια, οι Τόμπρας και Πλατανιάς αναχώρησαν το φθινώπορο μετά από επιτυχημένες επιχειρήσεις στα Καστανοχώρια και το Νεστόριο, τον Νοέμβριο αιχμαλωτίστηκε το σώμα Σούλιου, ενώ επανήλθε από την Νότια Ελλάδα αυτό του Γύπαρη. Οι τουρκικές φρουρές είχαν πληθύνει στα χωριά και η οποιαδήποτε ενέργεια είχε καθιστεί δύσκολη. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης είχε περιοριστεί από τους Τούρκους καθ΄όλη τη διάρκεια του 1907 στην Καστοριά και αποπέμφθηκε τελικά το φθινώπορο.
Ήδη από το 1907 οι νίκες των ελληνικών σωμάτων και η εξόντωση πολλών βουλγαρικών τσετών έγειραν εμφανώς τις ισορροπίες στη Μακεδονία προς το μέρος των πρώτων. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Αγγλία και η Τουρκία προχώρησαν σε αλλεπάλληλα διαβήματα προς την ελληνική κυβέρνηση Θεοτόκη, διαμαρτυρόμενες για την αποστολή αξιωματικών στη Μακεδονία. Οι μεγάλες Δυνάμεις έδειχναν να επιδιώκουν την διατήρηση του υφιστάμενου status quo στη Μακεδονία και την επικυριαρχία της Τουρκίας. Φυσικά, δεν είχαν δείξει παρόμοια ευαισθησία τα προηγούμενα χρόνια, όταν δρούσαν μόνο βουλγάρικα σώματα στη Μακεδονία ή όταν η κατάσταση ήταν ακόμα ρευστή. Αντίθετα, πίεζαν την Τουρκία να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις με το Πρόγραμμα της Μυρστέγης, μάλιστα αμέσως μετά τις εκτεταμένες συγκρούσεις του Ίλιντεν. Με αυτό τον τρόπο, εξέφρασαν έμμεσα για ακόμη μια φορά την υποστήριξή τους στις βουλγαρικές θέσεις. Η Ελλάδα απάντησε κοινοποιώντας ένα κατάλογο με τον αριθμό των νεκρών Ελλήνων από τις βουλγαρικές τσέτες κατά τα έτη 1905-06, εξαναγκάζοντας στην ουσία τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναζητήσουν ευθύνες και αλλού. Τελικά, στις 28 Σεπτεμβρίου 1907 υποβάλλεται ταυτόχρονα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία αυστηρή διακοίνωση που απαιτεί την εξαφάνιση των αντάρτικων σωμάτων στη Μακεδονία από την Αυστρία και τη Ρωσία. Έκτοτε οι κυβέρνησεις των τριών κρατών προσπάθησαν να κρατήσουν μια φαινομενικά διαλλακτική στάση, χωρίς όμως να σταματήσουν να αποστέλλουν σώματα στη Μακεδονία. Το σώμα διεθνούς χωροφυλακής υπό τον βρετανό De Georgis παρά το γεγονός ότι εξολόθρευσε αρκετά αντάρτικα σώματα από το καλοκαίρι του 1907, δεν κατάφερε εντούτοις να επιβάλλει την τάξη καθώς εμφανίζοταν συνεχώς νέα. Έτσι, μέχρι τον Ιούλιο του 1908 ακολούθησε μια κούρσα διαβουλεύσεων, εγκυκλίων και υπομνημάτων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την βελτίωση της κατάστασης. Καμία πρόταση δεν τελεσφόρησε καθώς η κάθε δύναμη περισσότερο προσπαθούσε να προωθήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, παρά να επιτύχει μια πραγματική λύση. Τελικώς, οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας με την Επανάσταση των Νεότουρκων ματαίωσαν κάθε προσπάθεια και η ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων μειώθηκε σημαντικά.
Οι δράσεις κατά το 1908 και το τέλος του αγώνα
Ο Γ. Δικώνυμος (Μακρής) (1887-1939)
πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τον Μελά στην
Καστοριά και συνέχισε την δράση μέχρι το
1908 παίρνοντας μέρος σε πάρα πολλές μάχες
Στις αρχές του 1908 ο πρωθυπουργός Θεοτόκης προσπάθησε να εξαλείψει τις έριδες του Μακεδονικού Κομιτάτου με τους αξιωματικούς και ο Συνταγματάρχης Δαγκλής ανέλαβε τη διέυθυνση του αγώνα στη Κεντρική Μακεδονία. Αυτή η προσπάθεια αναδιοργάνωσης δεν άλλαξε κάτι ουσιαστικό, καθώς η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι την λήξη του αγώνα τον Ιούλιο. Μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετώπιζε η βουλγαρική κυβέρνηση στην προσπάθεια να αναδιοργανώσει την ΕΜΕΟ και να την φέρει υπό τον πλήρη έλεγχό της. Μάλιστα, οι συνεχείς ήττες από τα ελληνικά σώματα οδήγησαν στην αδρανοποίηση της δραστηριότητας των τσετών σε πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων και η Καστοριά. Εδώ, δεν παρατηρήθηκε η έντονη δράση των προηγούμενων ετών από τη μεριά των Κομιτατζήδων, μιας και οι περισσότεροι βοεβόδες είχαν εξοντωθεί. Αντίθετα, υπήρχαν αρκετά ελληνικά σώματα: οι Γύπαρης και Κοροπούλης στα Κορέστεια, ο Ανδριανάκης και ο Πούλακας στο Βίτσι, οι Σούλιος και Μπέλος στα Καστανοχώρια, οι Λ. Αποστολίδης[84], Ι. Σιδέρης[85] και Κ. Ντόγρης[86] στην περιοχή Κορησού-Βασιλειάδας-Κλεισούρας[87], ενώ τη διεύθυνση του αγώνα στην Καστοριά ανέλαβε ο Δ. Δουμπιώτης[88]. Τον Απρίλιο οι ομάδες Γύπαρη και Κοροπούλη επέστρεψαν στην Ελλάδα και στη θέση τους αφίχθησαν τα σώματα Γ. Δικώνυμου-Μακρή και Λ. Παπαλουκά (καπετάν Ρουμελιώτης)[89]. Τα δύο νέα σώματα επιτέθηκαν στις 13 Μαΐου στην Ιεροπηγή, αφήνοντας πολλούς εξαρχικούς νεκρούς. Έπειτα, λόγω τουρκικής καταδίωξης ο Παπαλουκάς κινήθηκε προς τα Καστανοχώρια, ενώ ο Μακρής εισήλθε στα Κορέστεια. Συνεπλάκη με τουρκικό απόσπασμα κοντά στην Οξυά Πρεσπών και επιτέθηκε μαζί με τον Ανδριανάκη στην Βυσσινιά. Από εκεί πορεύθηκε στην Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και επιτέθηκε στη Λεπτοκαρυά. Τέλος, μέσω Πολυπόταμου και Πισοδερίου εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Βαρνούντα μέχρι τον Ιούλιο[90].
Προπαγανδιστική απεικόνιση των Νεότουρκων σε
επιστολικό δελτάριο. Έχει το πρόσωπο του Ενβέρ Μπέη,
ηγετικής προσωπικότητας των Νεότουρκων, και είναι
γραμμένη στην ελληνική και την αραβική γλώσσα.
Στις 11 Ιουλίου 1908 το κίνημα των Νεότουρκων ‘’Ένωση και Πρόοδος’’ διακηρύσει την επανάσταση με στόχο την επαναφορά του Συντάγματος του 1876 που είχε καταλυθεί από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’. Στο κίνημα αυτό συμμετείχαν κυρίως αξιωματικοί του οθωμανικού στρατού, αλλά και άλλοι ανανεωτικοί φορείς όπως πολιτικοί και επιστήμονες. Η καταδυναστευτική πολιτική του σουλτάνου, η οικονομική αστάθεια και η ανυποληψία στην οποία είχε περιπέσει το Οθωμανικό Κράτος με την συνεχή ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο εσωτερικό του, οδήγησαν τελικά στην εξέγερση για την αναδιοργάνωση, τον εκδημοκρατισμό και τον εξυγχρονισμό του κράτους. Η μεταρρύθμιση αυτή ξεκινά με το κίνημα των Νεότουρκων και ολοκληρώνεται με την πολιτική του Κεμάλ Ατατούρκ αργότερα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1908 σχηματίστηκε η τουρκική βουλή στην οποία συμμετείχαν εκτός από Τούρκους, Άραβες, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, Αρμένιοι και Εβραίοι, ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε εθνότητας. Από το Βιλαέτι Μοναστηρίου προέρχονταν 11 βουλευτές : 4 Μουσουλμάνοι, 3 Έλληνες (Τ. Νάλλης, Κ. Δρίζης, Γ. Μπούσιος), 1 Βούλγαρος, 1 Σέρβος, 1 Αλβανός και 1 ρουμανίζων Βλάχος[91].
Την είδηση της επανάστασης υποδέχτηκαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση οι Βούλγαροι, οι οποίοι ανέστειλαν άμεσα τη δράση των ένοπλων σωμάτων Κομιτατζήδων στη Μακεδονία. Η ελληνική πλευρά είναι γεγονός ότι ήταν περισσότερο επιφυλακτική στις εξαγγελίες των Νεότουρκων για εκπλήρωση των αιτημάτων των εθνικών μειονοτήτων. Παρ’ όλα αυτά αποφασίστηκε η αναστολή της ένοπλης δράσης των ελληνικών σωμάτων και η παράδοση των όπλων στους τούρκους. Έτσι, το Προξενείο Μοναστηρίου συγκέντρωσε τους Μακρή, Βολάνη, Καραβίτη και Τσίτσο στο Μεγάροβο, οι δρώντες οπλαρχηγοί του Βιτσίου Ανδριανάκης και Ιωαννίδης παρουσιάστηκαν στη Φλώρινα, ενώ οι υπόλοιποι Γύπαρης, Πούλακας και Παπαλουκάς δεν παρέδωσαν τα όπλα τους και κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα[92]. Η Επανάσταση των Νεότουρκων είχε τερματίσει τον 4ετή αντάρτικο πόλεμο στη Μακεδονία, αλλά όπως αποδείχθηκε στο επόμενο διάστημα η κατάσταση για τους υπόδουλους μάλλον επιδεινώθηκε, μιας και οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν μια σκληρότερη πολιτική εκτουρκισμού. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην ίδρυση της Πανελλήνιας Οργάνωσης και της αποστολής αξιωματικών στα Προξενεία της Μακεδονίας, ώστε να υποστηριχθούν καλύτερα τα δικαιώματα των ελλήνων γηγενών. Μερικοί οπλαρχηγοί συνέχισαν τη δράση τους μεμονωμένα μέχρι την τελική κήρυξη του πολέμου το 1912. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι οδήγησαν στην οριστική απελευθέρωση του μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή του στο Ελληνικό Κράτος.
πηγές εικόνων:
αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσ/νίκης
Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979
αρχείο ΕΛΙΑ
Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993
Γ. Τσότσος, Διαδρομές αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα: Μια πρόταση για την τοπική ανάπτυξη, Μακεδονικός Αγώνας - Παύλος Μελάς, Επιστημονικό Συνέδριο 14-23 Μαϊου 2004, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, Καστοριά, 2005
περιοδικό Ilyustratsia Ilinden (βουλγ), Sofia 1927-1938
C. R. Buxton, Turkey in Revolution, ed Unwin, London, 1909
[1] Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος Μακεδονικού Ζητήματος 1903, υπ΄αριθμόν 607/20.08.1903 και Προξενείο Μοναστηρίου, τηλεγράφημα 28.12.1903
[2] Η ‘’Εθνική Άμυνα’’ ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1902 στο Μοναστήρι με πρωτοβουλία του Ι. Δραγούμη. Πρώτα μέλη οι Α. Ζάχος, Α. Ματλής, Φ. Καπετανόπουλος, Ν. Καλαρίτης, Θ. Μόδης, Χ. Δούμας και παπα-Σταύρος Τσάμης. Σκοπός της η συνεργασία των ελληνικών παραγόντων στη Μακεδονία και η οργάνωση των ελληνικών αγροτικών πληθυσμών σε ένα δίκτυο που θα ενημέρωνε για τις ενέργειες των κομιτατζήδων και των Τούρκων. Φυσικά, δεν είχε τη δυνατότητα να οργανώσει ένοπλα σώματα, παρα μόνο να προστατεύσει μέσω πληροφοριοδοτών τους ελληνικούς πληθυσμούς.
[3] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ. 3
[4] Ο Πάυλος Μελάς (1870-1904) γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας και είχε ηπειρώτικη καταγωγή. Ήταν γόνος μια μεγαλοαστικής οικογένειας που επέστρεψε στην Αθήνα το 1876. Ο πατέρας του Μιχαήλ συμμετείχε ως ταμίας της Εθνικής Επιτροπής στην οργάνωση της Επανάστασης του 1878 σε Μακεδονία και Κρήτη. Ο Παύλος το 1891 αποφοίτησε από την Σχολή Ευελπίδων, έγινε Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού και συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Συμμετείχε ενεργά σε πολλές οργανώσεις για τη Μακεδονία και ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε αυτό το ζήτημα, αλληλογραφώντας με τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Πραγματοποίησε τρία διερευνητικά ταξίδια στη Δυτική Μακεδονία μέσα στο 1904, προσπαθώντας να αφυπνίσει το φοβισμένο συναίσθημα των ελληνικών πληθυσμών και να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα. Το ψευδώνυμό του Μίκης Ζέζας προήλθε από τα ονόματα των δύο παιδιών του Μιχάλη (Μίκη) και Ζωή (Ζέζα). Σκοτώθηκε κατά την τρίτη περιοδεία του τον Οκτώβριο του 1904 από τούρκικο απόσπασμα στην Στάτιστα Καστοριάς, ύστερα από προδοσία του Μήτρο Βλάχου. Αποτελούσε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ένοπλης επέμβασης στη Μακεδονία υπερ των ελληνικών πληθυσμών. Η αλήθεια είναι ότι πρόλαβε να πάρει μέρος σε λιγοστές μάχες, όμως ο θάνατός του αποτέλεσε την αφορμή για την ενεργοποίηση των υπόλοιπων ένοπλων σωμάτων από την Νότια Ελλάδα. Έτσι, το όνομά του πήρε συμβολικό χαρακτήρα και ο οικισμός όπου σκοτώθηκε πήρε το όνομά του.
[5] Ο Αλέξανδρος Κοντούλης (1858-1933) γεννήθηκε στην Ελευσίνα Αττικής και το 1885, συμμετείχε στην επανάσταση του 1878 και το 1891 προάχθηκε σε Ανθυπολοχαγό του Πεζικού. Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και μετά υποστήριξε την ελληνική επέμβαση στη Μακεδονία. Το 1911 συνέδραμε τους αγώνες για απελευθέρωση της Αλβανίας από τους Τούρκους και το 1912 στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο. Στον μεσοπόλεμο προάχθηκε σε Υποστράτηγο και πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία το 1922. Συνέγραψε την βιογραφία του καπετάν Κώττα και πέθανε το 1933.
[6] Ο Αναστάσιος Παπούλας (1857-1935) καταγόταν από το Μεσολόγγι και κατατάχθηκε από μικρός εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897, ενώ ήταν αντίθετος με την επέμβαση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Συνταγματάρχης και προάχθηκε σε Υποστράτηγο. Στον εθνικό διχασμό πήρε το μέρος του βασιλιά και οργάνωσε τα αντιβενιζελικά κινήματα στην Θήβα και την Πελοπόννησο. Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως αποφυλακίστηκε το 1920. Ανέλαβε την αρχιστρατηγία του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μικρά Ασία μέχρι τον Μάϊο του 1922. Έπειτα, άλλαξε πολιτική παράταξη, το 1935 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα των Πλαστήρα – Γονατά, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε επί κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη.
[7] Ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης (1866-1913) ήταν εγγονός του αρχηγού της ελληνικής Επανάστασης του 1821 Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και σπούσασε στη Σχολή Ευελπίδων. Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και ήταν αντίθετος με την επέμβαση στη Μακεδονία. Συμμετείχε ως Ταγματάρχης στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε σε μάχη με τους Βουλγάρους στο όρος Όρβηλος της Ανατ. Μακεδονίας τον Ιούλιο του 1913.
[8] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ. 4
[9] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 55-57
[10] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 145, 146
βάσει των πηγών:
Α. Κοντούλης, Βιογραφία καπετάν Κώττα, Φλώρινα, 1931, σ. 41-43
Ν. Κοεμτζόπουλος, Καπετάν Κώττας, Αθήναι, 1968, σ. 133-149
Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ. 4,5
[11] Α. Κοντούλης, Βιογραφία καπετάν Κώττα, Φλώρινα, 1931, σ. 43
[12] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ. 3, 4
[13] Π. Παπασταμάτης, Ημερολόγιον (Απομνημονεύματα) Λάκη Πύρζα, περ. Αριστοτέλης 20 (1960), Φλώρινα, σ. 37
[14] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 135-137 και
Αρχείο ΔΙΣ, Προξενείο Μοναστηρίου, Φάκελος 1904, υπ΄αριθμόν 685/16.07.1904
[15] Ο Παντελής Κανδύλας (καπετάν Κόκκινος) καταγόταν από το Βογατσικό και συμμετείχε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1897. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα έδρασε γύρω από τον τόπο καταγωγής του και τα Καστανοχώρια, ενώ συνεργάστηκε με τον Π. Μελά, τον Γ. Τσόντο και τον Α. καραλίβανο πριν φυλακιστεί για τρία χρόνια το 1905.
[16] Ν. Μελά, Παύλος Μελάς, Δωδώνη, Αθήνα, 1992, σ. 272-314
[17] Π. Παπασταμάτης, Ημερολόγιον (Απομνημονεύματα) Λάκη Πύρζα, περ. Αριστοτέλης 20 (1960), Φλώρινα, σ. 44, 45
[18] Α. Χοτζίδης (επιμ.), Ευθύμιος Καούδης. Ένας Κρητικός αγωνίζεται για τη Μακεδονία: Απομνημονεύματα (1903-1907), Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσ/νίκη, 1997, σ.
[19] Ο Γεώργιος Βολάνης (1876-1924) γεννήθηκε στους Λάκκους Χανίων και ήρθε ως εθελοντής στη Δυτική Μακεδονία, μαζί με τον Π. Μελά το 1904. Συλλήφθηκε τη νύχτα του θανάτου του Μελά και παρέμεινε φυλακισμένος στο Μοναστήρι μέχρι την απόδρασή του και τη διαφυγή στην Αθήνα. Επανεμφανίστηκε το 1906 και έδρασε κυρίως στην περιοχή του Μοριχόβου μέχρι το τέλος του αγώνα. Πέθανε στα Περιβόλια Χανίων το 1926.
[20] Ο Ιωάννης Καραβίτης (1883-1949) γεννήθηκε στην Ανώπολη Χανίων και εμφανίστηκε το 1904 στην Καστοριά μαζί με τον Μελά. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Κατεχάκη και τον Γ. Βάρδα και μετακινήθηκε στην περιοχή του Μοριχόβου. Έδρασε σε περιοχές της Φλώρινας και του Μοναστηρίου μέχρι το 1908. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον αγώνα στη Βόρειο Ήπειρο. Εξέδωσε μακροσκελή απομνημονεύματα και πέθανε το 1949 στην Αθήνα. Για ένα μεγάλο διάστημα του μεσοπολέμου είχε δωθεί προς τιμήν του το όνομα Καραβίας στον σημερινό οικισμό Ν. Μεσήμβρια της Θεσ/νίκης.
[21] Ο Ζήσης Δημουλιός ( -1908) ήταν παλιός κλεφταρματολός του Βιτσίου. Καταγόταν από το Λέχοβο και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα συνεργάστηκε με αρκετούς αξιωματικούς, ενώ αποτέλεσε αρχηγός της επιτροπής άμυνας στο χωριό του. Σκοτώθηκε το 1908 στη Βεύη της Φλώρινας.
[22] Ο Φίλιππος Καπετανόπουλος ( -1904) γεννήθηκε στους Πύργους (Κατρανίτσα) Εορδαίας, σπούδασε φαρμακοποιός και εργάστηκε στο Μοναστήρι. Δημιούργησε την τοπική επιτροπή άμυνας μαζί με τον Θ. Μόδη και τον Χ. Δούμα. Μετα την προδοσία και τον δολοφονία του Μόδη κατέφυγε νότια και συνάντησε το σώμα του Μελά. Σκοτώθηκε μόλις μια ημέρα μετά στον Πολυπόταμο από τούρκικα πυρά.
[23] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 149-153
[24] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 62
[25] ο.π, σ. 64, 66
[26] ο.π, σ. 66-71
[27] Ο Λαμπρινός Βρανάς ( -1905) γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακιών και πρώτη φορά εμφανίστηκε στην Καστοριά τον Ιούνιο του 1903. Επανήλθε το 1904 μαζί με τον Μελά και τοποθετήθηκε αρχηγός στην φρουρά της Δροσοπηγής. Σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1905 στη μάχη της Δροσοπηγής μετά από προδοσία των Βουλγάρων στους Τούρκους.
[28] Ο Ιωάννης Πούλακας (καπετάν Μπούλακας) ( -1908) κατάγονταν από το Θέρισσο των Χανίων και πρωτοεμφανίστηκε ως εθελοντής στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1904. Τοποθετήθηκε αρχηγός της φρουράς στο Φλάμπουρο και συνεργάστηκε με αρκετούς αξιωματικούς μέχρι να δημιουργήσει το δικό του μεγάλο σώμα. Δολοφονήθηκε το 1908 σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στην Αθήνα.
[29] Ο Ανδρέας Δικώνυμος (μπαρμπα-Ανδρέας) γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακιών και έφτασε το 1904 μαζί με τον Μελά στην Καστοριά. Αργότερα, τοποθετήθηκε επικεφαλής της φρουράς του Λεχόβου, όπου και έδρασε το μεγαλύτερο διάστημα του Αγώνα. Τραυματίστηκε σοβαρά στο μάτι κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης στην Περικοπή το 1905, αλλά συνέχισε τον αγώνα παρα την προχωρημένη ηλικία του.
[30] Ο Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας (1880-1947) από τη Φλώρινα αποτέλεσε ένας από τους πρωτοπόρους του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή. Από το 1904 και την επίσκεψη στην Αθήνα συνδέεται στενά με τον Π. Μελά και ορίζεται υπαρχηγός της ομάδας του. Ο θνήσκων Μελάς του έδωσε στη Στάτιστα το σταυρό και το όπλο του ώστε να τα παραδώσει στην οικογένειά του. Έτσι, στα τέλη του 1904 μεταβαίνει στην Αθήνα και επιστρέφει το καλοκαίρι του 1905, συνεργαζόμενος με τον Βάρδα. Τελικά, έρχεται σε ρήξη μαζί του και εγκαταλείπει τον αγώνα, φεύγοντας στην Αίγυπτο μέχρι την απελευθέρωση του ’12. Εγκαθίσταται στη Φλώρινα, συγγράφει τα απομνημονεύματά του και πεθαίνει το 1947.
[31] Ο Γεώργιος Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) (1880-1936) γεννήθηκε στην Πόμπια Ηρακλείου και αποφοίτησε το 1902 από τη Σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός. Εμφανίστηκε στην Καστοριά στα τέλη του 1904 ως γενικός αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά αποσύρθηκε μετά από ένα μήνα λόγω προβλήματος υγείας. Επανήλθε το 1905 και πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες. Αργότερα έδρασε σε περιοχές του Μοναστηρίου και της Κεντρικής Μακεδονίας. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποστρατεύτηκε οριστικά το 1922 ως Υποστράτηγος. Διετέλεσε γενικός διοικητής Θράκης και Κρήτης, βουλευτής, γερουσιαστής και τρεις φορές υπουργός. Πέθανε το 1938 στο Ηράκλειο.
[32] Ο Παύλος Γύπαρης (1882-1966) κατάγονταν από την Ασή Γωνιά των Χανίων και πρωτοεμφανίστηκε ως εθελοντής στη Μακεδονία μαζί με τον Κατεχάκη το 1904. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των Βουλγάρων, ενώ συμμετείχε σε πολλές μάχες κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Αγώνα στην Βόρειο Ήπειρο και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στην Μικρά Ασία. Στον Μεσοπόλεμο τάχθηκε φανατικά με τον Βενιζέλο και οργάνωσε τα βενιζελικά παρακρατικά τάγματα ασφαλείας στην Αθήνα. Μάλιστα, ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος που δολοφόνησε τον Ίωνα Δραγούμη το 1920. Το 1941 πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης εναντίον των Γερμανών και έπειτα κατέφυγε στην Αίγυπτο. Μετά την απελευθέρωση του ’44 τοποθετείται φρούραρχος Χανίων και αναλαμβάνει αντικομμουνιστική δράση στον Εμφύλιο Πόλεμο. Τέλος, ψηφίζεται βουλευτής Χανίων, γράφει τα απομνημονεύματά του και πεθαίνει στην Αθήνα το 1966.
[33] Ο Σίμος Ιωαννίδης (Στογιάννης ή Αρμενσκιώτης) γεννήθηκε στα Άλωνα (Αρμένσκο) Φλώρινας και ακολούθησε από νωρίς τον καπετάν Κώττα, ως ένα από τα πρωτοπαλλίκαρά του. Μετά το Ίλιντεν πήγε μαζί με άλλους στην Αθήνα ώστε να παρουσιάσουν την κατάσταση στη Μακεδονία. Επέστρεψε στα Κορέστεια και το 1905 μετά την εξόντωση του Κώττα κατέφυγε πάλι στην Νότια Ελλάδα. Επανήλθε και εντάχθηκε στα σώματα Βάρδα και Καούδη. Το 1906 δημιουργεί την δική του ομάδα και δρα στον Βαρνούντα μαζί με τον Π. Ρακοβίτη, ενώ προσπαθεί ανεπιτυχώς να σκοτώσει τον Τσακαλάρωφ. Μεταπολεμικά δόθηκε το όνομά του στο χωριό Μοτέσνιτσα που βρίσκεται δίπλα στα Άλωνα, τον τόπο καταγωγής του.
[34] Ο Δούκας Γαϊτατζής (καπετάν Ζέρβας) (1879-1938) γεννήθηκε στις Σέρρες από εύπορη οικογένεια και διετέλεσε από νωρίς πράκτορας ελληνικών συμφερόντων. Μετα από την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του βούλγαρου πράκτορα Στόγιαν καταφεύγει στην Αθήνα και συνδέεται με τον Βάρδα. Το 1904 είναι υπαρχηγός στο σώμα του Κατεχάκη και δρα στην Καστοριά. Από το 1905 μεταφέρεται στην Ανατολική Μακεδονία, όπου δημιουργεί το δικό του σώμα και συμμετέχει σε πολλές μάχες. Στους Βαλκανικούς Πολέμους δρα στο Πάγγαιο και απελευθερώνει την Ελευθερούπολη Καβάλας. Στον Μεσοπόλεμο αναδείχθηκε βουλευτής και πέθανε στο Παρίσι το 1938.
[35] Ι. Καραβίτης (επιμ. Γ. Πετσίβας), Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, τ. Α’, Μπίρη, Αθήνα, 1994, σ. 152-156
[36] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 158, 159
[37] Ο Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας) (1871-1942) κατάγονταν από το οροπέδιο Ασκύφου των Σφακιών. Έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1897 και δραστηριοποιήθηκε ενεργά με θέματα της Μακεδονίας κατά την μετοίκησή του στην Αθήνα. Δημιούργησε το δικό του σώμα και εμφανίστηκε στην Καστοριά στα τέλη του 1904. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες καθ΄όλη τη διάρκεια του αγώνα και έδρασε στα Καστανοχώρια, τα Κορέστεια, το Βίτσι, αλλά και το Μορίχοβο, το Μοναστήρι και τον Βαρνούντα. Οι νίκες του ενάντια στους κομιτατζήδες αποτέλεσαν ίσως τον βασικότερο παράγοντα περιορισμού της βουλγαρικής εξάπλωσης στην περιοχή, ενώ ήταν ο ηγέτης της αμφιλεγόμενης επίθεσης στη Βασιλειάδα. Μετά τον Μακεδονικό Αγώνα συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και προήχθη σε Ταγματάρχη. Διορίστηκε για κάποιο διάστημα το 1914 διοικητής του ελληνικού στρατού στην Κορύτσα. Αποστρατεύτηκε το 1923 και ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική ως βουλευτής Φλώρινας και Καστοριάς. Πέθανε το 1942 στην Αθήνα, αφου συνέγραψε τα απομνημονεύματά του.
[38] Ο Γεώργιος Δικώνυμος (καπετάν Μακρής) (1887-1939) ήταν ανηψιός του μπαρμπα-Ανδρέα Δικώνυμου, γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακιών και ήταν ένας από τους 10 κρητικούς που πρωτοεμφανίστηκαν στην Καστοριά το καλοκαίρι του 1903. Επανεμφανίστηκε στην πρώτη περιοδεία του Μελά και μετά μαζί με τον Τσόντο-Βάρδα. Συμμετείχε σε πολλές μάχες στην περιοχή της Καστοριάς και αργότερα βορειότερα στο Μορίχοβο. Στους Βαλκανικούς Πολέμους έδρασε πάλι στην περιοχή της Καστοριάς, συμμετέχοντας στην απελευθέρωση. Έγραψε τα απομνημονεύματά του και πέθανε το 1939 στην Αθήνα.
[39] Ο Εμμανουήλ Νικολούδης καταγόταν από τους Λάκκους Χανίων και κατατάχθηκε εθελοντής στο σώμα του καπετάν Βάρδα. Έπειτα, δημιούργησε το δικό του πολυμελές σώμα και έδρασε στο Μορίχοβο, όπου πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες. Αποστρατεύτηκε ως λοχαγός.
[40] Ο Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης (παπα-Δράκος) γεννήθηκε στην Ηράκλεια της Ανατ. Θράκης και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ως μαθητής του Καραβαγγέλη. Τοποθετήθηκε ως ιερέας κοντά στον τόπο καταγωγής του και συμμετείχε ως εθελοντής στον πόλεμο του ’97. Αργότερα, ήρθε με το σώμα του Βάρδα στην Καστοριά και συνεργάστηκε με αρκετούς οπλαρχηγούς. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και τέλος τποθετήθηκε ιερέας στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών μέχρι τον θάνατό του. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, καθώς μερικές φορές το πάθος και η μαχητικότητά του τον οδήγησαν σε λάθος ενέργειες, όπως οι δολοφονίες ορισμένων αμάχων και οι φιλονικίες με άλλους οπλαρχηγούς, ενώ σχετίζεται με την εκτέλεση του μακεδονομάχου Αρ. Μαργαρίτη για προδοσία.
[41] Ο Μιχαήλ Τσόντος κατάγονταν από το Ασκύφου Σφακιών και ήταν αδερφός του Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα. Έδρασε μαζί με τον αδερφό του στον Μακεδονικό Αγώνα και αργότερα συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον αγώνα αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου.
[42] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 72, 74
[43] Ο Στέφανος Δούκας (καπετάν Μάλλιος) γεννήθηκε στην Κορυτσά και ξεκίνησε αρχικά τον αγώνα εναντίον των ρουμανιζόντων και τουρκαλβανών στην επαρχία του. Μετοίκησε στην Ελλάδα και αναδείχθηκε σε λοχαγό του ελληνικού στρατού. Συμμετείχε στην επίθεση στη Βασιλειάδα το 1905 και συνέχισε τη δράση στα Καστανοχώρια, τον Γράμμο και την Κορυτσά, συνεργαζόμενος με τον Νταϊλάκη. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά την απελευθέρωση του ’12 τοποθετήθηκε διοικητής της Καστοριάς.
[44] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ. 8, 9
[45] Ι. Καραβίτης (επιμ. Γ. Πετσίβας), Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, τ. Α’, Μπίρη, Αθήνα, 1994, σ.
[46] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 74-76
[47] Ο Νικόλαος Καλομενόπουλος (καπετάν Νίδας) (1865-1952) κατάγονταν από την Σύρο και ήταν συμμετείχε ως Υπολοχαγός του ελληνικού στρατού στον Μακεδονικό Αγώνα. Με την έλευσή του το 1905 στη Δυτική Μακεδονία συλλαμβάνεται με πολλούς άνδρες του και φυλακίζεται στο Μοναστήρι. Αποδρά μετά από 3 χρόνια και διαφεύγει στην νότια Ελλάδα. Συμμετέχει στους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιωτικός διοικητής του Αιγαίου. Πέθανε στην Αθήνα το 1952.
[48] Ο Χρήστος Τσολακόπουλος (καπετάν Ρέμπελος) (1868-1923) καταγόταν από την Επίδαυρο Αργολίδας και ήταν Υπολοχαγός του Πεζικού που πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα το 1905, δρώντας κυρίως στην περιοχή του Μοριχόβου. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αποστρατεύτηκε το 1920 ως Συνταγματάρχης. Πέθανε το 1923 στην Αθήνα.
[49] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 191-194
[50] Ο Πέτρος Μάνος (καπετάν Βέργας) γεννήθηκε στα Χανιά και ήταν αδερφός του Προέδρου του Μακεδονικού Κομιτάτου Κ. Μάνου. Εμφανίστηκε στην Καστοριά το 1905 ως Επίλαρχος με το δικό του σώμα, που συνεργάστηκε κυρίως με τον Κατεχάκη. Αργότερα, έδρασε σε περιοχές των Γρεβενών και της Ανασέλιτσας εναντίον της ρουμανικής προπαγάνδας. Εξελίχθηκε σε Υπολοχαγό του ελληνικού στρατού.
[51] Ο Ευάγγελος Φραγκιαδάκης (καπετάν Γαλιανός) (1869-1951) καταγόταν από το Ρέθυμνο, συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1897 και εμφανίστηκε ως εθελοντής στη Μακεδονία το 1904 μαζί με τον Τσόντο-Βάρδα. Πήρε μέρος σε πολλές συμπλοκές και αιχμαλωτίστηκε κατά την μάχη στο Κουρί Γέρμα τον Απρίλιο του 1905. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και πέθανε το 1951 στο Ρέθυμνο.
[52] Ο Αριστείδης Μαργαρίτης (καπετάν Τρομάρας) ( -1905) γεννήθηκε στην Καστοριά και είχε δημιουργήσει το δικό του μικρό σώμα πριν την έλευση των αξιωματικών από τη νότια Ελλάδα. Συνεργάστηκε με τον Παύλο Μελά και έδρασε στα Καστανοχώρια και τα Κορέστεια. Ο Μαργαρίτης θεωρήθηκε από τους αρχηγούς Βάρδα, Κατεχάκη και Μάνο ως υπεύθυνος για τη διασπορά πληροφοριών στους Τούρκους και ληστείες, κατηγορίες μάλλον αναληθείς. Εκτελέστηκε τον Μάϊο του 1905 από τον παπα-Δράκο Χρυσομαλλίδη.
[53] Ο Φιλόλαος Πηχεών (καπετάν Φιλώτας ή Λαύρας) (1875-1947) ήταν γιός του πρωτεργάτη του Μακεδονικού Αγώνα Αναστάσιου Πηχεών και γεννήθηκε στην Καστοριά. Μετέβη στην νότια Ελλάδα, όπου έγινε Ανθυπίλαρχος του ελληνικού ιππικού. Το 1905 πρωτοεμφανίστηκε ως καπετάν Φιλώτας με το σώμα του Δούκα στην περιοχή και αργότερα συνεργάστηκε με τον Δικώνυμο-Μακρή. Κατέφυγε λόγω ασθένειας στην Αθήνα και επανήλθε το 1907 ως καπετάν Λαύρας στην περιοχή του Μοριχόβου. Ειχε ενεργό ρόλο κατά την απελευθέρωση της Καστοριάς το 1912, ενώ κατά το Μεσοπόλεμο αναρριχήθηκε στο αξίωμα του Στρατηγού. Σήμερα, το σωζώμενο αρχοντικό του Φιλόλαου Πηχεών στην Καστοριά, όπου διέμενε μέχρι τον θάνατό του το 1947, έχει μετατραπεί σε Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
[54] Ο Γεώργιος Βλαχογιάννης (καπετάν Οδυσσέας) γεννήθηκε στη Ναύπακτο και ως Ανθυπολοχαγός βοήθησε στην αποστολή της πρώτης ομάδας Μακεδονομάχων Κρητών το 1903. Αργότερα, τοποθετήθηκε ως πράκτορας σε Προξενεία της Μακεδονίας. Το 1905 ως Λοχαγός κατάρτισε δικό του σώμα και συνεργάστηκε κυρίως με τον Μακρή στην περιοχή του Βαρνούντα και του Μοριχόβου.
[55] Ο Αντώνιος Βλαχάκης (καπετάν Λίτσας) (1874-1906) γεννήθηκε στην Μυρσίνη (Πάνιτσα) της Μάνης και συμμετείχε στον ατυχή πόλεμο του 1897. Στην Καστοριά εμφανίστηκε το 1905 ως Ανθυπολοχαγός με το ψευδώνυμο καπετάν Λίτσας, δρώντας στα Καστανοχώρια. Επανεμφανίστηκε το 1906 παίρνοντας μέρος σε πολλές μάχες. Σκοτώθηκε στη Μάχη του Καστανόφυτου τον Μάϊο του 1906.
[56] Ο Κωνσταντίνος Πούλος (καπετάν Πλάτανος) ( -1912) γεννήθηκε στον Πλάτανο Ναυπακτίας και με την ιδιότητα του Ανθυπολοχαγού έδρασε το 1905 και τις αρχές του 1906 κυρίως στα Καστανοχώρια. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε στη Μάχη του Σαραντάπορου το 1912.
[57] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 195-201
[58] Ο Βασίλειος Πανουσόπουλος (καπετάν Τρομάρας) ήταν Ανθυπίλαρχος του ελληνικού ιππικού. Τοποθετήθηκε ως πράκτορας τον Ιούλιο του 1905 σε σχολείο της Φλώρινας και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους συγκρότησε το δικό του σώμα που καταστράφηκε ολοσχερώς στη Μάχη των Ψαράδων. Αργότερα συμμετείχε ως Υπίλαρχος στην απελευθέρωση της Φλώρινας το 1912.
[59] Ο Λουκάς Κόκκινος (1878-1913) κατάγονταν από το Μέγαρο (Ραδοσίνιστα) Γρεβενών και ανέπτυξε από νωρίς ένοπλη δράση. Συνεργάστηκε με πολλούς αξιωματικούς και ιδιαίτερα με τον Βλαχάκη και τον Φαληρέα στα Καστανοχώρια, και με τον Δούκα στα Γρεβενά. Πολέμησε με πάθος τη βουλγαρική και ρουμανική προπαγάνδα μέχρι το τέλος του αγώνα και το 1911 σκότωσε τους δολοφόνους του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου τραυματίστηκε και πέθανε στα Γρεβενά το 1913.
[60] ο.π, σ. 214, 215
[61] ο.π, σ. 213, 214
[62] Γ. Τσόντος-Βάρδας (επιμ. Γ. Πετσίβας), Ο Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο 1904-1907, τ. 3, Πετσίβας, Αθήνα, 2003, σ.
[63] Ο Κούσμαν (Κούζο) Ποπντίνωφ (1875-1907) γεννήθηκε στην Οξυά (Μπλάτσα) και ήταν βουλγαροδιδάσκαλος στο χωριό του. Εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ και φυλακίστηκε το 1901. Συμμετείχε στην Επανάσταση του Ίλιντεν και επανήλθε στα τέλη του 1905 στην Καστοριά, αναλαμβάνοντας εντονότερη δράση. Αυτοκτόνησε στον Πολυκέρασο το 1907 κατά τη διάρκεια συμπλοκής με τούρκικο απόσπασμα.
[64] Ο Λεωνίδας Τσώρης ( -1906) ήταν εθελοντής οπλαρχηγός από την Θεσσαλία που έδρασε αυτόνομα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή του Λεχόβου. Στις αρχές του 1906 περικυκλώθηκε στο Λέχοβο από τους Τούρκους μετά από βουλγάρικη προδοσία και προσπάθησε ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει για να μην αιχμαλωτιστεί. Τελικά, πέθανε στις φυλακές της Καστοριάς μετά από οξείς πόνους.
[65] Ο Ζαχαρίας Παπαδάς (καπετάν Φούφας) (1876-1907) γεννήθηκε στο Πλατανάκι Αρκαδίας και ήταν Ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού. Εμφανίστηκε στη Δυτική Μακεδονία στις αρχές του 1906 και έδρασε μέχρι τον Ιούλιο στο Βίτσι, τον Βαρνούντα, τα Κορέστεια και τα Καστανοχώρια. Επέστρεψε τον Απρίλιο του 1907 και σκοτώθηκε στη Μάχη του Παλαιοχωρίου τον επόμενο μήνα. Το Παλαιοχώρι Πτολεμαΐδας μετονομάστηκε κατά τον Μεσοπόλεμο σε Φούφας προς τιμήν του.
[66] Ο Λεωνίδας Πετροπουλάκης (1880-1906) γεννήθηκε στο Γύθειο Λακωνίας ενώ σπούδαζε Νομικά στην Αθήνα συμμετείχε ως εθελοντής στο σώμα του Βλαχάκη. Σκοτώθηκε πολύ γρήγορα στη Μάχη του Καστανόφυτου τον Μάϊο του 1906. Προς τιμήν του ο οικισμός Έζερετς μετονομάστηκε σε Πετροπουλάκι.
[67] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 216-218
[68] ο.π, σ. 220
[69] Ο Βασίλειος Γεωργίου (καπετάν Σούλιος) ( -1927) γεννήθηκε στην Κορυτσά και δημιούργησε από νωρίς τη δική του αντάρτικη ομάδα που δρούσε κυρίως στην περιοχή της Κορυτσάς και της Βίγλιστας. Συνεργάστηκε με τον Βάρδα και τον Φαληρέα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και έδρασε στα Καστανοχώρια, το Νεστόριο και την Κορυτσά. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και ιδιαιτέρως στον αγώνα για την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου το 1914. Μετά την ένταξή της στο Αλβανικό Κράτος μετοίκησε στην περιοχή της Φλώρινας και πέθανε το 1927 στη Μαρίνα Φλωρίνης.
[70] Ο Ιωάννης Νακίτσας (Πακίτσας) ( -1906) είχε καταγωγή από την Γράμμουστα ή τη Σαμαρίνα, αλλά έζησε στην Καστοριά. Έδρασε ως οπλαρχηγός στα Κορέστεια συνεργαζόμενος με τον Βάρδα. Δολοφονήθηκε από τουρκικό απόσπασμα τον Οκτώβριο του 1906 στους Αμπελόκηπους.
[71] Ο παπα-Σταύρος Τσάμης ( -1906) κατάγονταν από το Πισοδέρι και σπούδασε στο Μοναστήρι, ενώ το 1890 χειροτονήθηκε ιερέας στο Κρούσοβο. Συμμετείχε από πολύ νωρίς στον αγώνα μαζί με τα σώματα του καπετάν Κώττα, ενώ ήταν αυτός που έθαψε το κεφάλι του Π. Μελά στο Μοναστήρι της Αγ. Τριάδος Πισοδερίου. Δολοφονήθηκε από τους βουλγάρους κομιτατζήδες το 1906 στο ύψωμα Βίγλα Λούτζα του Βιτσίου. Σώζονται τα απομνημονεύματά του.
[72] Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης (1862-1906) γεννήθηκε στο Τσαγκράκ της Κερασούντας του Πόντου μαθήτευσε στη γενέτειρά του και τη Κερασούντα, ενώ σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το 1889 έγινε διδάκτορας. Το 1890 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1897 έγινε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Το 1902 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής και ξεκίνησε το εθνικό του έργο απέναντι στην δράση Εξαρχικών, Ρουμανιζόντων και Τουρκαλβανών, ιδρύοντας αρκετά ελληνικά σχολεία. Τον Αύγουστο του 1906 ο Καραβαγγέλης έκανε μια μεγάλη περιοδεία στην περιοχή του Νεστορίου και της Κορυτσάς. Δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένο αν η αλβανική συμμορία που δολοφόνησε τον Φώτιο στον οικισμό Μπραβδίτσα ήθελε να σκοτώσει τον ίδιο ή τον Καραβαγγέλη. Πάντως η λανθασμένη διάδοση ότι πέθανε ο Καραβαγγέλης είχε τραγικό αντίκτυπο στη συνέχεια του αγώνα.
[73] Ο Γρηγόριος Φαληρέας (καπετάν Ζάκας) (1873-1937) γεννήθηκε στο Εξωχώρι (Ανδρούβιστα) της Μεσσηνιακής Μάνης και συμετείχε ως εθελοντής στην κρητική Επανάσταση του 1897. Το 1906 ως Ανθυπολοχαγός εμφανίστηκε με το δικό του σώμα στα Καστανοχώρια με το ψευδώνυμο Ζάκας, εις ανάμνηση του παλιού αγωνιστή Θεόδωρου Ζάκα. Συνεργάστηκε με τους Παπαδά και Τσοτάκο σε σημαντικές μάχες μέχρι την φυγή του το 1907. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποστρατεύτηκε το 1933 ως Αντιστράτηγος. Πέθανε το 1937 στην Αθήνα.
[74] Ο Χρήστο Τσφέτκωφ (1877-1934) γεννήθηκε στο Μακροχώρι (Κονομπλάτι) και συμμετείχε μαζί με τον Μήτρο Βλάχο στις πρώτες ενέργειες του καπετάν Κώττα. Συμμετέχει στο Ίλιντεν και το επόμενο διάστημα παραμένει στην περιοχή ως πρωτοπαλλίκαρο του Μήτρο Βλάχου. Μετά το θάνατο του Μήτρου το 1907 γίνεται αρχηγός της τσέτας και συνεργάζεται με τους Ποπντίνωφ και Ζελέφσκι. Τελικώς, το σώμα του διαλύεται και σταματά τον αγώνα. Αργότερα, συμετέχει στους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βουλγάρικο στρατό. Πέθανε το 1934 στο Νόβο Κονομπλάτι της Βουλγαρίας.
[75] Ο Τράϊκο Ζελέφσκι (Τοντόρωφ) (1875-1925) γεννήθηκε στο Ανταρτικό (Ζέλοβο) και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ το 1898. Συμμετείχε στις τσέτες Μήτρο Βλάχου, Κλιάσεφ και Τσφέτκωφ. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέθανε στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1925.
[76] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 247, 248
[77] Ο Νικόλαος Πλατανιάς (καπετάν Λαχτάρας) ( -1913) κατάγονταν από τη Γιαννιτσού Φθιώτιδας και ως Ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού εισήλθε το 1907 στα Καστανοχώρια αντικαθιστώντας τον Φαληρέα. Έδρασε επίσης στην περιοχή του Νεστορίου μαζί με τον Τόμπρα. Σκοτώθηκε κατά τον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο, υποκύπτοντας στα τραύματά του σε νοσοκομείο της Θεσ/νίκης.
[78] Ο Γεώργιος Τόμπρας (καπετάν Ρουπακιάς) κατάγονταν από τις Κυδωνιές (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας και ήταν Ανθυποφαρμακοποιός του ελληνικού στρατού. Πρωτοεμφανίστηκε το 1905 στην Κεντρική Μακεδονία μαζί με τον Ρήγα (καπετάν Καβοντόρο) και αργότερα στην Καστοριά μαζί με τον Κατεχάκη. Το 1906 έδρασε πάλι στην περιοχή Γιαννιτσών και Καμπανίας, ενώ το 1907 ανέλαβε ως αρχηγός την περιοχή του Νεστορίου. Στους Βαλκανικούς Πολέμους έδρασε πάλι στη Δυτική Μακεδονία με τον Κατεχάκη
[79] Ο Δημήτριος Παπαβιέρος (καπετάν Γκούρας) ήταν Ανθυπολοχαγός του Πεζικού από το Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Το ψευδώνυμό του το επομίστηκε χάριν του παλιού οπλαρχηγού της Ρούμελης Ιωάννη Γκούρα. Το 1907 δημιούργησε το 40μελές σώμα του και ξεκίνησε τον αγώνα. Μετά από σύντομη δράση στην Καστοριά έδρασε στην περιοχή του Μοριχόβου, συνεργαζόμενος με τον Α. Ζώη και τον Ε. Κατσιγάρη.
[80] Ο Ευστάθιος Θειάφης (καπετάν Φλάμπουρας) ( -1912) ήταν Ανθυπολοχαγός που εμφανίστηκε τον Μάϊο του 1907 στην Καστοριά ως αρχηγός σώματος μαζί με τον Κ. Αργυρόπουλο. Στη συνέχεια έδρασε στις Πρέσπες και τον Βαρνούντα μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Σκοτώθηκε στην περιοχή της Ελασσόνας κατά τον 1ο Βαλκανικό Πόλεμο.
[81] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 248-250
[82] Ο Νικόλαος Τσοτάκος (καπετάν Γέρμας) (1874-1907) κατάγονταν από τη Γέρμα Λακωνίας, απ΄ όπου πήρε και το ψευδώνυμό του. Εμφανίστηκε το 1907 ως Ανθυπολοχαγός με το δικό του σώμα στην Καστοριά. Συνεργάστηκε με τον Φαληρέα, ενώ υπαρχηγοί του ήταν οι οπλαρχηγοί Β. Τσιμπίδαρος και Θ. Μαντούβαλος. Σκοτώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα στη Μάχη του Καλογερικού. Προς τιμήν του πήρε το όνομα Γέρμας ο κοντινός οικισμός με την παλιά ονομασία Λόσνιτσα.
[83] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 251-253
[84] Ο Λάζαρος Αποστολίδης (1885- ) γεννήθηκε στην Α. Λεύκη (Ζουπάνιστα) και ξεκίνησε τη δράση του μαζί με τον Μαργαρίτη στην Καστοριά. Μετά το Ίλιντεν κατέφυγε στην Αθήνα και επανήλθε μαζί με τον Βάρδα το 1905. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες και συνέχισε τη δράση του μετά το τέλος του αγώνα. Συμμετείχε στους βαλκανικούς Πολέμους και τον Αγώνα για την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη.
[85] Ο Ισίδωρος Σιδέρης (1885- ) γεννήθηκε στο Γιαννοχώρι (Γιαννόβενη) και σε μικρή ηλικία κατέφυγε στην Ελλάδα, λόγω της δολοφονίας ενός τουρκαλβανού. Επανήλθε μαζί μαζί με τον Βάρδα το 1905 και έδρασε καθ΄όλη τη διάρκεια του αγώνα, κυρίως στην περιοχή του Νεστορίου και των Καστανοχωρίων. Συμμετείχε στον Αγώνα της Βορείου Ηπείρου, οπότε φυλακίστηκε για δυο χρόνια. Πέθανε στη Νεάπολη Κοζάνης κατά το Μεσοπόλεμο.
[86] Ο Κωνσταντίνος Ντόγρης (Ντόγρας) κατάγονταν από το Βογατσικό και έδρασε στην περιοχή γύρω από το χωριό του μέχρι το τέλος του αγώνα. Συνεργάστηκε κυρίως με τους Μελά και Παπαδά και Φαληρέα.
[87] ο.π, σ. 287
[88] Ο Δημήτριος Δουμπιώτης (1874-1917) ήταν εγγονός του παλιού αγωνιστή Κ. Δουμπιώτη και Υπίατρος του ελληνικού στρατού με καταγωγή από τη Δουμπιά Χαλκιδικής. Είχε τοποθετηθεί ως υπάλληλος στο Προξενείο Μοναστηρίου μέχρι την ανάληψη καθηκόντων στην Καστοριά το 1908. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και πέθανε το 1917 στην Αθήνα.
[89] Ο Λουκάς Παπαλουκάς (καπετάν Ρουμελιώτης) ( -1918) κατάγονταν από την Ελάτεια (Δραχμάνι) Φθιώτιδας και εμφανίστηκε ως Ανθυπολοχαγός μαζί με τον Κλείτο στην περιοχή της Γευγελής το 1907 και με το δικό του σώμα το 1908 στην Καστοριά. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και ήταν ένας από τους πρώτους εθελοντές έλληνες αεροπόρους. Σκοτώθηκε το 1918 στη Δοϊράνη κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
[90] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ.
[91] Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Θεσσαλονίκης, Φάκελος υπ΄αριθμόν 616/26.01.1909
[92] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 301
Αναρτήθηκε από billkos
istorikakastorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου