''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,68, Αθήνα 2001
Σάμος, στατήρ από ήλεκτρο.
Τα νομίσματα, προϊόντα μαζικής παραγωγής, παρέχουν ένα πλήθος πληροφοριών για την εποχή στην οποία ανήκουν, την οικονομική κατάσταση του κράτους που τα εξέδωσε, τη νομισματική του πολιτική, τις εκάστοτε πολιτειακές αλλαγές, τις εμπορικές επαφές, τις μετακινήσεις των στρατευμάτων κ.τ.λ. Παράλληλα, μας πληροφορούν για διάφορα χαμένα αριστουργήματα της τέχνης, αλλά και για αρχιτεκτονήματα που δεν έχουν σωθεί με τα χρόνια.
Οι συναλλαγές με αντιπραγματισμό κυριάρχησαν στο αρχαίο εμπόριο επί αιώνες, με το μειονέκτημα ότι ο αγοραστής έπρεπε να διαθέτει αγαθά ίσης αξίας με εκείνα που θα αγόραζε. Μέχρι την εγκατάσταση των νομάδων σε μόνιμες κατοικίες, οι εμπορικές δοσοληψίες βασίζονταν στο σύστημα των ανταλλαγών, με πλεονάζοντα αγαθά. Στα χρόνια αυτά και κυρίως στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, ο πλούτος υπολογίζονταν σε κεφάλια βοδιών και προβάτων. Από την 3η χιλιετία π.Χ. όμως τα μέταλλα άρχισαν να αντικαθιστούν τα ζώα στις συναλλαγές, καθώς όντας λιγότερο ογκώδη, πιο εύχρηστα, περισσότερο ανθεκτικά -σε άμορφες μάζες, σε σχήμα δοράς βοδιού, σε μορφή δακτυλιδιών ή τριπόδων, όπλων και πελέκεων- προσφέρονται ως δώρα ή χρησιμοποιούνται ως μέτρο βάρους. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο πρώτο είδος ανταλλακτικού μέσου ήταν οι σιδερένιοι οβελοί, οι ράβδοι που χρησιμοποιούνταν δηλαδή για των ψήσιμο των κρεάτων.
Με το πέρασμα των χρόνων και παράλληλα με το γεγονός ότι ο άνθρωπος αρχίζει να διανύει μεγάλες αποστάσεις και να αναπτύσσει μακρινές επαφές, τα μέταλλα παίρνουν πλέον το προβάδισμα στις συναλλαγές. Η ανάπτυξη του εμπορίου και η οικονομική ευρωστία, παράλληλα με τις ανάγκες για την πληρωμή των μισθοφόρων, των φόρων, των δασμών, αλλά και την αποθησαύριση του πλεονάσματος, ήταν παράγοντες που επέτειναν την ανάγκη για πιο ευέλικτες οικονομικές συναλλαγές. Έτσι επινοήθηκε το νόμισμα, ένα μικρό, καθορισμένου μεγέθους και προσδιορισμένης αξίας ανταλλακτικό μέσο, σφραγισμένο με το σύμβολο της εκάστοτε αρχής, λύνοντας το πρόβλημα των συναλλαγών κάθε κλίμακας.
Η σύγχρονη επιστήμη θεωρεί ότι ο χώρος της Ιωνίας και της Λυδίας ήταν αυτός που στο β΄ μισό του 7ου αιώνα, εφηύρε αυτό που αργότερα ονομάστηκε νόμισμα, το κερματοφόρο δηλαδή τεμάχιο μετάλλου, ζυγισμένο και ελεγμένο, πάνω στο οποίο υπήρχε αποτυπωμένη η σφραγίδα, είτε του άρχοντα, είτε του θεού, είτε του συμβόλου της πόλης που ήταν υπεύθυνη για την έκδοσή του. Τα πρώτα νομίσματα της εξελληνισμένης από τις ελληνικές αποικίες Λυδίας, ήταν από ήλεκτρο, ένα μετάλλευμα με περιεκτικότητα 73% σε χρυσό και 27% σε άργυρο, με σκληρότητα μεγαλύτερη από αυτή του χρυσού, προερχόμενο από τις όχθες του Πακτωλού και του Ερμού. Η ανακάλυψη του νομίσματος στα χρόνια αυτά, οδηγεί στο συμπέρασμα πως κανένας από τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής δεν χρησιμοποίησε ποτέ στις συναλλαγές του νομίσματα, ούτε οι Σουμέριοι, ούτε οι Χεττίτες, ούτε και οι Αιγύπτιοι. Οι Πέρσες απ' την άλλη έκοψαν νομίσματα μόνο στις σατραπείες εκείνες που γειτνίαζαν με τον ελληνικό κόσμο, ενώ οι Ρωμαίοι άρχισαν να εκδίδουν νομίσματα μόλις το 300 π.Χ. Ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε δηλαδή ο κύριος διαμορφωτής του νομισματικού ορίζοντα στην αρχαιότητα.
Παράλληλα, σχεδόν με τη Λυδία έκοψαν νομίσματα και οι Ιωνικές πόλεις. Οι πρώτες αυτές κοπές ήταν ανεπίγραφες και έφεραν ποικιλία τύπων, όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο σήμερα να αποδοθούν σε συγκεκριμένες πόλεις προέλευσης. Στα μέσα του 6ου αιώνα το νόμισμα μεταλαμπαδεύτηκε πια και στην ηπειρωτική Ελλάδα, με πρωτοπόρο την Αίγινα η οποία έκοψε νομίσματα το 570 π.Χ. και έπειτα την Κόρινθο και την Αθήνα. Η Αίγινα τοποθέτησε στους στατήρες της τη θαλάσσια χελώνα, η Κόρινθος στα δίδραχμά της τους πώλους και η Αθήνα τη θεά Αθηνά στις αργυρές κοπές της.
Καθώς τα πρώτα νομίσματα είχαν ακανόνιστη μορφή και δεν έφεραν σαφή σφραγίδα, το αποφασιστικό βήμα, με βάση τον Αριστοτέλη, έγινε με την προσθήκη του ενσφράγιστου τύπου, του συμβόλου δηλαδή που δήλωνε την αρχή έκδοσης του νομίσματος και το καθιστούσε έγκυρο και αποδεκτό.Τα πρώτα νομίσματα διακοσμούνταν στις κύριες όψεις τους με διάφορες παραστάσεις κατά περίπτωση, ενώ στην πίσω όψη έφεραν πάντα το λεγόμενο έγκοιλο τετράγωνο. Σταδιακά ως τύποι άρχισαν να καθιερώνονται τα εκάστοτε σύμβολα των πόλεων, καθώς επίσης και οι απεικονίσεις των θεών που τις προστάτευαν, αλλά και διάφορα μυθικά πρόσωπα ή χαρακτηριστικά πλουτοπαραγωγικά προϊόντα της περιοχής, απεικονίσεις δηλαδή οι οποίες γενικά καθιστούσαν αναγνωρίσιμη την προέλευση των εν λόγω νομισμάτων, λειτουργώντας ως το λαλούν σήμα για την εκάστοτε πόλη. Για παράδειγμα το σέλινο λειτουργούσε ως το λαλούν σήμα του Σελινούντα ή ο Ποσειδών ως το λαλούν σήμα της Ποσειδωνίας. Γενικά η επιλογή των νομισματικών τύπων με το πέρασμα των χρόνων ήταν κάτι που έχαιρε ιδιαίτερης προσοχής, παράλληλα με το γεγονός ότι η ποικιλία των τύπων των αρχαίων ελληνικών νομισμάτων υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη.
Το βάρος ήταν μία ακόμη βασική παράμετρος των αρχαίων νομισμάτων από πολύτιμο μέταλλο. Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνουν και τα ονόματα που επιλέγονται από τους αρχαίους για τα νομίσματά τους, τα οποία προέρχονται πρωταρχικά από την πρακτική του ζυγίσματος. Ο στατήρας για παράδειγμα είναι αυτός που ισορροπεί τη ζυγαριά, και η δραχμή αυτή που ισοδυναμούσε με μία δράκα, για αντικείμενα προς ζύγισμα. Οι όροι αυτοί προσδιόριζαν αρχικά μονάδες ζυγίσματος και μετά νομισματικές μονάδες. Ο οβολός και η δραχμή ήταν οι πιο συνήθεις μονάδες που έχουν καταγραφεί. Ο οβολός σαν ονομασία προέρχεται από το σιδερένιο οβελό, τη μαγειρική σούβλα δηλαδή που ήταν ένα μέσο συναλλαγής ήδη πριν από την επινόηση του νομίσματος.
Το πρόβλημα που υπήρχε τα πρώτα χρόνια με τα νομίσματα που κόπηκαν από τα πολύτιμα μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και τον ήλεκτρο, είναι ότι είχαν τέτοιο μέγεθος ώστε να πληρώνονται μ' αυτά μόνο μεγάλα ποσά. Σε ορισμένα μέρη βέβαια, όπως στην Ιωνία για παράδειγμα, η κοπή υποδιαιρέσεων έγινε σχετικά σύντομα και έτσι στα μέσα του 6ου αιώνα υπήρχαν ήδη μικρά ασημένια νομίσματα, παρέχοντας μία ευελιξία στην οικονομία, ανάλογη με αυτή της Αθήνας του 5ου αιώνα. Αλλά και τα αργυρά αυτά νομίσματα ήταν σχετικά δύσχρηστα, καθώς ήταν μικρά σε μέγεθος και χάνονταν εύκολα, τη στιγμή που η αξία τους ήταν τέτοια ώστε να μην μπορούν να αγοραστούν μ' αυτά πράγματα μικρής αξίας. Τα χάλκινα νομίσματα τα οποία είχαν μικρότερη αξία, άρχισαν να κυκλοφορούν μέσα στον 5ο αιώνα, πιθανότατα για πρώτη φορά στη Σικελία. Στην Αθήνα αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα εμφανίστηκαν πια μέσα στον 4ο αιώνα, σε μεγάλες ποσότητες.
"Είναι οι πρώτοι (οι Λυδοί) απ' όσο ξέρω, που έκοψαν και μεταχειρίστηκαν νόμισμα από χρυσό και άργυρο…"
Ηρόδοτος, 1, 94
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,68, Αθήνα 2001
Σάμος, στατήρ από ήλεκτρο.
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
Ελασματόμορφα νομίσματα, Σασσανίδα.
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
''Νομίσματα και Νομισματική'', Υπουργείο Πολιτισμού- Νομισματικό Μουσείο,79, Αθήνα 2001
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα, 130,Εκδοτική Αθηνών 1996
Χρυσός στατήρ Φιλίππου Β΄Μακεδονίας, π.323/2-π.315 π.Χ. (μεταθανάτια κοπή) Εμπροσθότυπος:Κεφαλή Απόλλωνος. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα, 154,Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρό τετράδραχμο Αλεξάνδρου Γ΄Μακεδονίας, π.325-π.315 π.Χ. Εμπροσθότυπος:Κεφαλή Ηρακλέους με λεοντή Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα, 46,Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρός στατήρ Αίγινας, π.480π.Χ. Εμπροσθότυπος: Θαλάσσια χελώνα Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα, 51,Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρό δίδραχμο Ερέτριας, π.500-480π.Χ. Οπισθότυπος: Χταπόδι Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα, 67,Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρό δεκάδραχμο Συρακουσών, γνωστό ως ''Δημαρέτειον'', π.465π.Χ. Οπισθότυπος: Κεφαλή της νύμφης Αρέθουσας Βερολίνο, Staatliche Museen- Munzkabinett.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα, 43,Εκδοτική Αθηνών 1996
Χρυσός στατήρ Κροίσου Λυδίας, 561-546π.Χ. Εμπροσθότυπος: Δύο πρόσθια λιονταριού και βοδιού αντιμέτωπα. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα,100, Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρό τετράδραχμο Μένδης Μακεδονίας, π.425π.Χ. Εμπροσθότυπος: Διόνυσος καθήμενος ανάστροφα επάνω σε όνο. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα,106, Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρό τετράδραχμο Αθηνών, π.440-420π.Χ. Οπισθότυπος: Γλαύκα Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.
Μ. Οικονομίδου, Ελληνική Τέχνη Αρχαία Νομίσματα,107, Εκδοτική Αθηνών 1996
Αργυρό τετράδραχμο Αθηνών, π. 440-420π.Χ. Εμπροσθότυπος: Κεφαλή Αθηνάς στεφανωμένη με φύλλα ελιάς. Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου