Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Ανταλλαγή πληθυσμών



Το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας δημιούργησε μια έκρυθμη κατάσταση στην Ελλάδα. Μέσα στη γενική εκείνη σύγχυση ήλθε να προστεθεί ότι το χειρότερο, διοικητές των στρατιωτικών τμημάτων της Χίου και της Μυτιλήνης επαναστατούν κατά της νομίμου κυβέρνησης στρέφοντας τα όπλα κατά της Αθήνας. Την ηγεσία αναλαμβάνουν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς καθώς και ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ αναγκάζεται προ της τελείας διάλυσης του κράτους σε παραίτηση υπέρ του διαδόχου Γεωργίου και καταφεύγει στην Ιταλία, όπου και πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο.
Σχηματίζεται η κυβέρνηση Κροκίδα και συστήνεται έκτακτο στρατοδικείο, αν και έχουν λήξει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις όχι για να προσαχθούν και να δικαστούν οι πολυπληθείς λιποτάκτες (εν καιρώ πολέμου), ή έστω οι αίτιοι της κατάρρευσης του μετώπου, αλλά για να δικάσει πολιτικούς, όπου στη γνωστή Δίκη των Εξ το Νοέμβριο του 1922 καταδικάζει τελικά σε θάνατο τους θεωρουμένους ως "πρωταίτιους της τραγωδίας" Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη και Γεώργιο Χατζανέστη, η θανάτωση των οποίων και εκτελέσθηκε αμέσως.
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, μετά την αποχή των φιλομοναρχικών, σχηματίζεται κυβέρνηση Φιλελευθέρων, ο βασιλιάς φεύγει και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανακηρύσσει τη δημοκρατία. Η συνθήκη της Λωζάνης (11 Ιουλίου 1923) κλείνει οριστικά την τραγωδία και επικυρώνει την οδύσσεια της άφιξης των προσφύγων εξαιτίας της ανταλλαγής των πληθυσμών, που είχε αρχίσει με το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 30ής Ιανουαρίου 1923, και τις δυσκολίες της ρίζωσης και κοινωνικής ένταξης στο σώμα της Ελλάδας, αφού οι «ανταλλάξιμοι» εκατέρωθεν δεν είχαν το δικαίωμα της επιστροφής στις πατρογονικές εστίες[2].
Το Ελληνικό κράτος εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι εξαντλημένο οικονομικά και είναι υποχρεωμένο να θρέψει, να στεγάσει, να περιθάλψει, να τονώσει ηθικά και να εντάξει κοινωνικά 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Βασικό χρονολόγιο προσφυγικού ζητήματος
• 1922 3 Νοεμβρίου: Με Νομοθετικό Διάταγμα ιδρύεται το "Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων" ως ΝΠΔΔ. Καταργήθηκε και διαλύθηκε το 1925.
• 1922 11 Νοεμβρίου: Εκκενώνεται η χερσόνησος της Καλλίπολης από 25.000 Έλληνες
• 1923 30 Ιανουαρίου Υπογράφεται η Σύμβαση περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών στη Λωζάνη.΄
• 1923 3 Μαΐου: Με Ν.Δ/γμα συστήνεται "Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών" (ΓΔΑΠ) στο (ελληνικό) Υπουργείο Γεωργίας, προκειμένου να συντονίσει και να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας στην προβλεπόμενη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής πληθυσμών. Εξ αυτής ιδρύονται στη συνέχεια (1924) Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών. Το 1926 η ΓΔΑΠ κατάρτισε το "Γενικό Μητρώο Ανταλλαξίμων" που συντάχθηκε με βάση τη διοικητική διαίρεση της Θράκης και της Μικράς Ασίας, συμπερλαμβανομένου του Πόντου.
• 1923 24 Ιουλίου: Υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την οποία ορίζεται ο ποταμός Έβρος ως σύνορο Ελλάδας Τουρκίας ενώ παραχωρούνται τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος στη Τουρκία.
• 1923 29 Σεπτεμβρίου: Ιδρύεται η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που επικυρώνεται με το Ν.Δ/γμα της 13ης Οκτωβρίου 1923 ως αυτόνομος οργανισμός με έδρα την Αθήνα υπό την εποπτεία της ΚτΕ και υπό την προεδρία του Αμερικανού διπλωμάτη Ερρίκου Μοργκεντάου με τετραμελές συμβούλιο. Η λειτουργία της άρχισε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
• 1923 5 Οκτωβρίου Με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών της Λωζάνης αρχίζει στη Κωνσταντινούπολη η λειτουργία της "Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών".
• 1924 13 Ιουνίου: Εκ της ΓΔΑΠ του Υπουργείου Γεωργίας ιδρύονται Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών στις οικονομικές εφορίες των αποκαλούμενων "Νέων Χωρών", στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και το ΒΑ. Αιγαίο.
• 1925 5 Μαΐου: Κατ' εφαρμογή του σχετικού ψηφίσματος της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης (της 7ης Απριλίου), το Ελληνικό Δημόσιο υπογράφει σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για την πληρωμή προκαταβολής στους δικαιούχους πρόσφυγες ως έναντι και μέχρι της αποπληρωμής της όλης περιουσίας τους, που αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν στη Τουρκία. Για τον σκοπό μάλιστα αυτό το Ελληνικό Δημόσιο εκχώρησε στην Εθνική Τράπεζα τα μουσουλμανικά ακίνητα που δεν είχαν παραχωρηθεί στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Δύο ακόμη ανάλογες συμβάσεις υπογράφτηκαν τρία χρόνια μετά, τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο του 1928. Μετά τα παραπάνω, καταργήθηκε και το αρχικό "Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων" που είχε ιδρυθεί τρία χρόνια πριν (Νοέμβριο του 1922).
• 1925 21 Ιουνίου: Υπογράφεται στην Άγκυρα η "Σύμβαση Άγκυρας 1925", γνωστότερη ως Συμφωνία Εξηντάρη - Ρουσδή κατά την οποία η Ελλάδα παραιτείται του δικαιώματος επιστροφής των "φυγάδων" της Κωνσταντινούπολης, ενώ ταυτόχρονα ρυθμιζεται το ζήτημα των "εγκατεστημένων" (établis) στη Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα διευθετούνται το ζήτημα των μουσουλμανικών κτημάτων που δεν είναι ανταλλάξιμα στην Ελλάδα καθώς και το ζήτημα της Δυτικής Θράκης.
• 1926 1 Δεκεμβρίου: Υπογράφεται στην Αθήνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Σύμβαση Αθηνών (1926), η οποία προβλέπει την εξαγορά των μη ανταλλάξιμων κτημάτων και ακινήτων και από τις δύο χώρες.
• 1930 10 Ιουνίου: Υπογράφεται στην Άγκυρα μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας η ομώνυμη Σύμβαση Άγκυρας (1930) που προβλέπει γενικά την απάλειψη και οριστική εκαθάριση των οικονομικών υποχρεώσεων μεταξύ των δύο Χωρών. Τόσο οι ελληνικές περιουσίες στη Τουρκία όσο και οι μουσουλμανικές στην Ελλάδα περιέρχονται στη κυριότητα του τουρκικού και ελληνικού Δημοσίου αντίστοιχα. Παράλληλα μ΄ αυτά ρυθμίζονται τα ζητήματα "φυγάδων" και "εγκατεστημένων" (établis) της Κωνσταντινούπολης καθώς και των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης.
Η συμβολή στην οικονομία
Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού στη Μακεδονία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της αξιοποίησης του επαγγελματικού δυναμικού των προσφύγων. Οι πρόσφυγες προβαίνουν στην εκτέλεση μεγάλων έργων, ανοίγουν δρόμους, κατασκευάζουν γέφυρες, εκτελούν μεγάλα λιμενικά έργα, εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, κυρίως σε τρεις περιοχές, στις πεδιάδες των Σερρών, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης. Διευθετούν τις κοίτες χειμάρρων και των μεγάλων ποταμών, όπως του Αξιού, του Στρυμόνα, αποξηραίνουν λίμνες, όπως του Αχινού, Γιανιτσών, Αρτζάν, Αματόβου και παραδίδουν τις γαίες σε ακτήμονες πρόσφυγες και γηγενείς[12].
Ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού εμφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Πέραν τούτου, η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα επέφερε επίσης μια αξιόλογη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η τεράστια προσπάθεια για την εγκατάστασή τους στους αστικούς και αγροτικούς χώρους λειτούργησε ταυτόχρονα και ως ευκαιρία για την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόληψη κερδών. Σε αυτό το στενό εννοιολογικό πλαίσιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διεύρυνση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών επέφερε διαρκή τόνωση της αγοράς.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανομής των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές. Δεδομένης της υποχρέωσης της ελληνικής κυβέρνησης (Πρωτόκολλο της 29/9/23) να μεταβιβάσει περίπου 5.000.000 στρ. γης στην ΕΑΠ και της προσωρινής αδυναμίας της να εκποιήσει τα μουσουλμανικά τσιφλίκια, η αναδιανομή γαιών έγινε σταδιακά και με συνεχείς διαβουλεύσεις[13]. Τα μουσουλμανικά εδάφη που αποδόθηκαν, περίπου 3.500.000 στρ., στην ΕΑΠ για την αποκατάσταση ακτημόνων προσφύγων θεωρείται πως συνέβαλαν αποφασιστικά στην ομογενοποίηση της εθνικής ταυτότητας του προσφυγικού αγροτικού πληθυσμού, τον οποίο μετέτρεψε σε κοινωνό της εθνικής κοινότητας[14].
Γενική συνέπεια από την εγκατάσταση των προσφύγων και τη διανομή των μεγάλων αγροκτημάτων στους άμεσους καλλιεργητές ήταν η κινητοποίηση των εγχώριων πόρων για την εκβιομηχάνιση, με βάση την εσωτερική αγορά αλλά και την περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας[15]. Η προσπάθεια στο σύνολό της θεωρήθηκε τόσο σημαντική ώστε προκάλεσε την εισροή και ξένων κεφάλαιων, αγγλικών και αμερικανικών, που επενδύθηκαν στην Ελλάδα με σκοπό την αξιοποίηση αυτής της οικονομικής συγκυρίας, κυρίως σε εισαγωγές που ελέγχονταν από την ΕΑΠ και συνήθως δεν απευθύνονταν σε Έλληνες παραγωγούς[16]
Μικρο-μεσοπρόσθεσμες και μακροπρόθεσμες ωφέλειες
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε την ελληνική οικονομία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που κατείχαν τις δυνατότητες να συνεχίσουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που μετέφεραν στην Ελλάδα, λειτούργησαν και ως νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής. Υπήρξε μεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς. Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν αφενός ως στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφ’ ετέρου λειτούργησαν μακροπρόθεσμα ως προσοδοφόροι τομείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική μεταρρύθμιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες.Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδομές αναπτύχθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους απ' ό,τι άλλοι.
Ο πολιτισμός των προσφύγων
Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η μουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέϊκου με το ρεμπέτικο.Η μουσική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία. Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειμένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήματα» για τη διάχυση και αφομοίωση κάθε είδους πολιτισμικής δραστηριότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: