Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

Ηξερες

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
(ΚΑΤ’ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ)


Άκουσε γέρου συμβουλή και παθημένου γνώμη
Αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
Άδουλος δουλειά δεν έχει το βρακί του λύει και δένει.
Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι.
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Άλλοι σπέρνουν, άλλοι θερίζουν.
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών' και μαγαρίζουν.
Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη.
Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα.
Αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ το πόνο.
Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν' οι κότες.
Αμα δε κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.
Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ.
Άμα δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως
Αμα δεν αστράψει, δε βροντά.
Αμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς.
Αμα είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς.
Αμα δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
Αμα έχεις νύχια ξύνεσαι.
Αμα ήταν το βιολί ψ..ή θα το παίζανε πολλοί.
Αμα έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
Αμα βρέξει ο Απρίλης δυό νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σε κείνον το ζευγά πούχει πολλά σπαρμένα.
Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
Ανάποδα σαν τον κάβουρα.
Ανάρια ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα.
Ανύπαντρος προξενητής, για πάρτη του γυρεύει.
Από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
Από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα.
Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί
Απ΄ τ΄ ολότελα καλή και η Παναγιώτενα.
Απ' τ' αυτί και στο δάσκαλο.
Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.
Άπλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.
Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα ρόδα.
Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι
Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ' Αύγουστο σεγκούνι.
Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.
Από το γάμο έρχομαι και μα την πείνα που 'χω.
Από το στόμα σου και στου θεού τα αυτί.
Από 'ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
Από τη λεχώνα κι απ' τη μαμή, εχάθει το παιδί.
Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
Άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις.
Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.
Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυό φορές το χρόνο.
Άφησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Βάλαν τον τρελό να χέσει κι έκατσε και ξεκωλιάστει.
Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει ο γάιδαρος.
Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει.
Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
Βγάζει απ' τη μύγα ξύγκι.
Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω.
Βόϊδι πήγε, γελάδα γύρισε.
Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε καμιά δεκαριά.
Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
Γάτος γαμάει, γάτος σκούζει.
Γαϊδάρου μιλάς, πορδές ακούς.
Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν' ακούς.
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
Γουρούνι στο σακί.
Δε φοβάται το βουνό από τα χιόνια.
Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
Δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη.
Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω.
Δεν κάνει ούτε στο σακί ούτε στο σακούλι.
Δεν ξέρει να μοιράσει δυό γαϊδάρων άχυρο.
Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη αχυρώνα.
Δυο καρπούζια δεν χωράν σε μια μασχάλη
Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σου ανέβει στο κρεβάτι.
Δώδεκα η αλουπού, δεκατρία τ' αλουπόπλο.
Δώθε πάν' οι άλλοι.
Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα.
Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά.
Έβγαλε το φίδι από την τρύπα.
Έβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου.
Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.
Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Είναι για το γάιδαρο καβάλα.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Έκανε τ' άχυρα κομμάτια.
Έκανε κι η μύγα κώλο και έχεσε τον κόσμο όλο.
Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.
Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων οι ψύλλοι.
Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
Έλα παππού να σου δείξω τ΄ αμπελοχώραφά σου.
Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
Εμείς το λύκο βλέπουμε, πούθε πάν' τ' αχνάρια του.
Εμπήκ' ο λύκος στο μαντρί, αλλοί που 'χε το ένα.
Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη.
Ενα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα.
Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
Εφτού που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα ' ρθεις.
Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
Έχασε τ' αυγά με τα καλάθια.
Έχε τα πόδια σου ζεστά την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ γιατρού δεν έχεις χρεία.
Έχει ο σάκος άλευρα; Χρίστος Ανέστη. Δεν έχει; θάνατον πατήσας.
Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου.
Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι.
Ζήτω που... καήκαμε
Η καμήλα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει.
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
Η γριά κότα έχει το ζουμί.
Η γυναίκα και ο καφές θέλουν ψήσιμο
Η σκύλα από τη χαρά της τα κάνει στραβά τα κουτάβια της.
Η καλή η μέρα από το πρωί φαίνεται.
Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
Η αλεπού είχ' εργατιά και κείνη ακριδολόγαγε.
Η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη.
Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.
Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.
Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε.
Η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.
Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
Ήταν στραβό το κλήμα το έφαγε και ο γάιδαρος και... απωστράβοσε.
Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
Η πουτάνα ήθελε να κρυφτεί μα η χαρά δεν την άφησε.
Ή μικρός μικρός παντρέψου ή τρανός καλογερέψου.
Θα πηδήξω τάτα, θα σε δω παιδάκι μου.
Θα το βρει η στραβή τ' αρνί της.
Θα το βρει η τάβλα το καρφί της.
Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
Θέλω ν' αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ' αφήνει.
Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται.
Κάθ' ενού η πορδή, μόσχος του μυρίζει.
Κάθε ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιωργιού.
Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
Κάθε πράγμα στο καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο
Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραγούλια.
Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά.
Και την πίτα ολόκληρη και το σκυλί χορτάτο.
Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
Και μ' εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
Και την πορδή σου δύναμη.
Καινούργιο κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω.
Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια.
Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Κοντός ψαλμός, αλληλούια.
Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.
Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.
Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
Κάλλιο μία μέρα κόκκορας παρά πέντε μέρες κότα.
Κάλλιο στο παλούκι, πάρα σώγαμπρος.
Καλομελέτα και έρχεται.
Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
Κάνε παιδί να δεις προκοπή.
Κάνει την τρίχα τριχιά.
Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.
Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
Κατά μάνα κατά κύρη κατά γιος και θυγατέρα.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Κάποιου χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κι οι παντρεμένες.
Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.
Κράτα τα με να σε κρατώ να ανεβούμε το βουνό.
Κρυώνει σα γύφτος.
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Κώλος που κλάνει γιατρό δε φοβάται.
Λαγόν εσφάζαν κι έκλανε, καλά που δεν έχεζε.
Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
Λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια.
Λόγο είπα, λόγγο δεν έκοψα!
Λύσε δέσε το γουρούνι, μακρυσκοίνησε την κλώσα, πέρασε η μέρα.
Μάζευε κι ας είναι ρώγες.
Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
Μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος.
Με πουρδές αυγά δε βάφονται.
Με στραβό σαν κοιμηθείς το πρωί γκαβίζεις.
Με το στόμα μπάρα μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα.
Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.
Με το νου πλουταίν' η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
Μη με κοιτάς στο γύρισμα, γυρίζω παλικάρι να με κοιτάς στο λιόκρισμα που σπάω το λιθάρι.
Μην παίζεις με τη φωτιά.
Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη τρεις και τον τσακώσανε.
Μία αλεπού κοψονούρα όλες τις θέλει κοψονούρες.
Μία κοιλιά καλή κοιλιά κρατάει πέντε ημέρες.
Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.
Μπάτε σκύλιά κ΄ αλέστε.
Μου 'ψησες το ψάρι στα χείλη.
Μπρος τα κάλλη τι είν' ο πόνος.
Ν' άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
Να 'χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Ξημερώνει για νυχτώνει;.
Ο γέρος ή από πέσιμο ή από χέσιμο θα πάει.
Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός ο μύλος τ' αλέθει όλα.
Ο κόσμος το 'χει τούμπανο και 'μεις κρυφό καμάρι.
Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
Ο διακονιάρης τα μπροστινά σακούλια βλέπει.
Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Ο λόγγος δεν εφοβήθει το τσεκούρι μα το στειλιάρι.
Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φάτο.
Ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα θυμίσει μα σαν τύχει και θυμώσει μες στα χιόνια θα μας χώσει.
Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
Οι φίλοι γίνονται φίδια.
ΟΙ τριφτάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός.
Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
Ο ψύλλος και το βασιλιά σηκώνει.
Όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε.
Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
Όλα τα πουλιά πάν' κι έρχονται κι ο σπουργίτης μένει.
Όλοι αντάμα κι ψωριάρης χώρια.
Όλοι κλαίν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
Όποιος έχει καεί από τη κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι.
Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
'Οπως έστρωσες θα κοιμηθείς.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια.
Όποιος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.
Όποιος πάει ανάγυρα πάει σπίτι του.
Όποιος δεν μιλάει το θάφτουν ζωντανό.
Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει.
Όποιος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στ' αλάτι.
Όποιος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.
Όποιος πηδάει παλούκια του μπαίνει κι ένα στον κώλο.
Όποιος πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές.
Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη.
Όποιος νύχτα περπατεί λάσπες και σκατά πατεί.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει
Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.
Όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Όπως μου βαράνε χορεύω.
Όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού.
Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όση ώρα μίλαγες πατέρα, ξέρεις πόσες μύγες έχαψε ο σκύλος;
Όσο είν' ο νους μου στο χωράφι τόσα βόϊδα να βρεθούνε.
Όταν πέσει το δέντρο, ο καθένας κόφτει ξύλα.
Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου.
Όταν ανακατώσεις τα σκατά, βρωμάνε.
Ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας.
Οταν τρωμε δεν μιλάμε.
Ότι γυαλίζει δεν είναι χρυσός.
Ότι έσπειρες θα θερίσεις.
Ότι μικρομάθαινες, δεν τα γεροντάφηνες.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
Ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω.
Παίνεψε το σπίτι σου μην πέσει και σε πλακώσει.
Παπά παιδί διαβόλου γκόνι.
Παπάς εγίνεις Κώστα; Το 'φερ' η κατάρα.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Παρηγοριά στον άρρωστο. ώσπου να βγει η ψυχή του.
Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια του.
Πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε.
Πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
Πέσε πίτα να σε φάω.
Πήγε μακριά η βαλίτσα.
Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
Πιάσ' τ' αυγό και κούρεψ' το.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
Πολλές φορές πάει η κολοκύθα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει.
Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια;
Που πάς ξεβράκωτος στ' αγγούρια;
Πουτάνα με τα κλάηματα και κλέφτης με τους όρκους.
Πουτάνας τύχη δε χάνεται.
Ποσ' απίδια πιάνει ο σάκος;
Πως πάνε οι στραβοί στον Άδη; ένας κοντά στον άλλονε.
Πως πάνε κόρακα τα παιδιά σου; όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Ρωτώντας παν στη πόλη.
Σ' εσέ το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
Σ' αγαπώ κυρά να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις.
Σαν το χιόνι στον κόρφο του.
Σαν τις κακές συννυφάδες.
Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Σαν της Λαμπρής τ' αυγά. Σε σάπιο σανίδι μην πατάς.
Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σκόρπισαν σαν του λαγού τα πουλιά.
Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
Σόι πάει το βασίλειο.
Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
Στη βράση κολλάει το σίδηρο.
Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι.
Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι.
Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
Στολίστει η νύφη κι απόμεινε.
Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Στους στραβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα.
Στραβός στραβό οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυό το βράχο.
Σπίτι μου σπιτάκι μου και φτωχό καλυβάκι μου.
Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φάτο.
Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια.
Τ' Αγι' Αντωνιού, τ' Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας.
Τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
Τα κουκουλώνει σαν τη γάτα.
Τα στερνά νικούν τα πρώτα.
Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.
Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
Της στραβής της πού..ας της φταίνε η τρίχες.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
Το ράσο δεν κάνει τον παπά.
Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια.
Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει.
Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Το ραβδί έχει δύο άκρες.
Το κοτόπουλο και η γυναίκα θέλουν χέρι.
Το λύκο τον ρωτούσανε, πούθε παν' τα πρόβατα.
Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
Τον χορεύει στο ταψί.
Το μυρμήγκι σαν είναι να χαθεί βγάζει φτερά.
Το καλό το παλικάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι.
Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
Το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
Το αίμα νερό δε γίνεται.
Το φαϊ και το ξύσιμο ώσπου ν' αρχίσουν θέλει.
Το κατσίκι έφαγε χορτάρι, λύκος να φάει τη μάννα του.
Το γουρούνι το κράζουν για μαχτό και κείνο πάει για σκατό.
Το σόι σώζεται.
Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
Το μάτι σπάει την πέτρα.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το 'να παιδί καλό παιδί και τ' άλλο γαμώ τη μάνα του.
Το 'να χέρι νίβει το άλλο, και τα δυο το πρόσωπο.
Το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο Θεός.
Το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
Το χρήμα και ο βήχας δεν κρύβονται.
Το ψάρι από το κεφάλι βρωμάει.
Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
Τον τραβάει απ' το καπίστρι.
Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έγνοια το γερνάει.
Τον έπιασαν στα πράσα.
Τον κατουρούσανε και δροσιζότανε.
Του έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι.
Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυό φορές παιδί μου.
Του σχοινιού και του παλουκιού.
Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι, θέλει να φάει και να πάρει.
Του ΄ταζε λαγούς με πετραχήλια.
Του χάριζαν έναν γάιδαρο και αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
Τούρκο φίλευε και τον κώλο φύλαγε.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
Τρέμει σαν το φύλλο.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
Φαει κουμπάρε ελιές, καλό είν' και το χαβιάρι.
Φαίνεται το έχει η κούτρα σου ψείρες να κατεβάζεις.
Φασούλι to φασούλι γεμίζει το σακούλι.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο .
Φέξε μου και γλίστρησα.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φούρνος να μην καπνίσει.
Φύλαγε τα ρούχα να έχεις τα μισά.
Φτωχό τ' αρνί πλατιά ουρά.
Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης
Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει.
Χέσε ψηλά και αγνάντευε.
Χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση.
Ψάλε δεσπότη, με πονεί το δάχτυλο.
Ψάχνει ψύλλους στ' άχυρα.
Ψωμί δεν έχουμε τυρί ζητάμε.

 

πηγη e – istoria.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: