Το στιλέτο του δίχασε την Ελλάδα. Σε αυτούς που θεωρούσαν πως το φρικτό μακελειό για την «παραγγελιά» του ήταν αδικαιολόγητο και ερμηνευόταν ως ένα βαρύ ποινικό αδίκημα ενός λούμπεν φτωχοδιάβολου απ' το Αιγίνιο της Πιερίας. Και σε εκείνους που μπήκαν για λίγο στη θέση του θύτη, έψαξαν τα δικά του δίκια. Και θεωρούσαν το μακελειό του ως αντίδραση ενός κοινωνικά απελπισμένου... «Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ' το '45/Κι οι χωρικοί απ' τον φόβο των Αρχών, μακραίναν κι απ' τον γιο/Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στη δουλειά και μέσα του άναβε η μανία/του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την Αστυνομία», έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο τραγούδι του «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» που συμπεριελήφθη στον δίσκο «Ρεζέρβα» του 1979. Κι αν αυτό ήταν το πρώτο εγχείρημα να αποκωδικοποιηθεί - καλλιτεχνικά - το τριπλό έγκλημα του Νίκου Κοεμτζή στη «Νεράιδα» της Αθήνας, έναν χρόνο μετά ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσσιος αποπειράται το δεύτερο. Η ταινία «Παραγγελιά» - το 1980 - ψηλαφίζει το περιστατικό.
Το έγκλημα απασχόλησε για πολύ καιρό τον Τύπο, γράφηκαν δεκάδες άρθρα και με έναν ιδιότυπο τρόπο στοίχισε μια μερίδα διανοούμενων με τη μεριά του θύτη. Το χρονικό πλαίσιο που έγινε το περιστατικό - εν μέσω της χούντας - έπαιξε τον δικό του ρόλο. Ο Κώστας Ταχτσής, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος ερμήνευσαν διαφορετικά το περιστατικό. Που, επίσης, φωτίστηκε με ιδεολογικό πρόσημο το 1980, όταν ο Παύλος Τάσσιος γύρισε την ταινία «Παραγγελιά». Προβλήθηκε στις 3 Οκτωβρίου εκείνου του έτους και σημείωσε εισπρακτική επιτυχία (196.166 εισιτήρια). Μάλιστα απέσπασε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το β' βραβείο ταινίας μεγάλου μήκους, καλύτερης μουσικής στον Κυριάκο Σφέτσα, α' βραβείο ανδρικού ρόλου στον Αντώνη Αντωνίου που υποδυόταν τον Κοεμτζή. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Αντώνης Αντωνίου που για χρόνια ταυτίστηκε με τον ρόλο σημειώνει στα «ΝΕΑ»: «Η ταινία είχε επιτυχία αφού το θέμα ήταν φλογερό. Εξηγούσε ανάποδα το γεγονός, αποκρυπτογραφούσε την άλλη πλευρά. Οι συνθήκες, επίσης, που συντελέστηκε το έγκλημα - γιατί ήταν έγκλημα, και μην το ξεχνάμε αυτό - έπαιξαν τον ρόλο τους αφού έγινε μέσα στη χούντα και μέσα στο αστυνομικό κράτος. Αυτές τις ημέρες με σταματάει απλός κόσμος και με ρωτάει αν έμαθα για τον θάνατο του Νίκου. Με έχουν ταυτίσει με τον τότε ρόλο».
βουλγαροπροσφυγεσ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ' την αρχή. Ο Νικόλας Κοεμτζής ή Κουγιουμτζής, που άφησε την τελευταία του πνοή το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής στο Μοναστηράκι, γεννήθηκε στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938, «μετά τα μεσάνυχτα» - όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του που πουλούσε μόνος στην Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι φορώντας τον χειμώνα τον κλασικό γούνινο σκούφο. «Οι γονείς μου είναι βουλγαροπρόσφυγες. Αγρότες. Γράμματα δεν μπόρεσα να μάθω, δεν με αφήσανε οι καταστάσεις της Κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος», έγραφε ο Κοεμτζής. Και συνέχιζε με μια λεπτομέρεια του βίου του, που μετέπειτα ήταν και η αιτία να τον υπερασπίσει ένα κομμάτι της αριστερής διανόησης, των καλλιτεχνών και του κόσμου για το έγκλημα στο νυχτερινό κέντρο της Αθήνας. «Ο πατέρας μου έτυχε να είναι γνήσιος πατριώτης και φανατικός θερμόαιμος υποστηρικτής της λευτεριάς και της δημοκρατίας. Με το που πάτησαν τη χώρα μας οι Ιταλοφασίστες και οι κατακτητές Γερμανοί, βγήκε αντάρτης στα βουνά, στον λαϊκο στρατό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πολέμησε τον κατακτητή και τον ντόπιο συνεργάτη των Γερμανών. Το 1946 με τον Εμφύλιο κυνηγήθηκε, ξυλοκοπήθηκε και φυλακίστηκε».
Ο Κοεμτζής έκανε διάφορες δουλειές στην ζωή του - από συκέμπορος μέχρι σταβλίτης στον Ιππόδρομο - σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ενώ δεν άργησε να τσαλαβουτήξει στην γκρίζα ζώνη της παραβατικότητας. Το 1965 είχε συλληφθεί μαζί με τον αδελφό του για συμμετοχή σε σπείρα διαρρήξεων στην περιοχή της Αθήνας ενώ το Φεβρουάριο του 1973 είχε μόλις αποφυλακιστεί από τετραετή φυλάκιση για μικροληστεία στη Θεσσαλονίκη. Το βράδυ της 25ης Φεβρουαρίου - ειδικότερα - έμελλε να γραφτεί στην Ιστορία, να χυθούν τόνοι μελάνης και είχε έναν τραγικό απολογισμό. «Είχαμε φύγει απ' το σπίτι, πήγαμε στο "2001", μια καφετέρια, φεύγουμε από εκεί, πάμε στον Αργύρη, μια ψησταριά στη Λεωφόρο Συγγρού που είχε και μπουζούκια, δεν είχε τραπέζια. Μου λέει ο αδελφός μου: "Πάμε στον Καρουσάκη;". Εγώ ακολουθάω, του λέω. Τραβάτε όπου θέλετε. Και πήγαμε στου Καρουσάκη εκείνο το βράδυ. Κι έφτασα εδώ πέρα που έφτασα», έγραφε ο Κοεμτζής στην αυτοβιογραφία του.
Εκείνο το Σαββατόβραδο λοιπόν, ο Νίκος Κοεμτζής και η παρέα του πέρασαν την πόρτα του νυχτερινού κέντρου «Νεράιδα» της Αθήνας που βρισκόταν στην διασταύρωση Αγίου Μελετίου και Δροσοπούλου. Εκεί τραγουδούσαν οι Κώστας Καρουσάκης, Τάκης Αθανασιάδης και Ρέα Κουκά. Το κέντρο ήταν γεμάτο - Αποκριές γαρ - και η παρέα κάθισε σε τραπέζι.
«Ο κόσμος εκείνη τη βραδιά ήταν σε μεγάλα κέφια. Τότε ένας απ' την παρέα των πέντε ατόμων, ο αδελφός του Κοεμτζή, Δημοσθένης, με φώναξε κοντά του για να μου πει κάτι. "Θα μου πεις παραγγελιά τις 'Βεργούλες' για να χορέψω". "Δεν μπορώ" του απάντησα σκύβοντας προς το τραπέζι του. "Κοίτα τι γίνεται! Χορεύουν τόσοι άνθρωποι". Η παρέα του Κοεμτζή ζήτησε το συγκεκριμένο τραγούδι και απ' τον Τάκη Αθανασιάδη, που τους έκανε το χατίρι. Ο αδελφός του Νίκου σηκώθηκε για να χορέψει την παραγγελιά. Ομως η πίστα ήταν γεμάτη. Εκείνος πλησίασε τον τραγουδιστή και τον πίεζε να πει στο μικρόφωνο πως οι "Βεργούλες" είναι παραγγελιά και ήθελε να το χορέψει μόνος. Στη συνέχεια πήρε το μικρόφωνο και φώναξε: "Κατεβείτε όλοι κάτω, ρε, για να χορέψω εγώ. Παραγγελιά, δεν ακούτε, ρε!!!".
Οι πελάτες δεν υπάκουσαν, τότε άρχισε ο καβγάς, έπεσε τυχαία απάνω στους δύο αστυνομικούς με πολιτικά που και εκείνοι χόρευαν. Ο Νίκος Κοεμτζής, βλέποντας τη βαβούρα, ανέβηκε πάνω στην πίστα, έβγαλε το μαχαίρι του κι άρχισε να μαχαιρώνει. Είχε πάθει αμόκ. Τρύπαγε όποιον έβρισκε μπροστά του. Εχουν ακουστεί και γραφεί πολλά ψέματα. Δεν τους ήξερε ο Νίκος τους αστυνομικούς. Ετυχε να είναι αστυνομικοί. Και η ταινία δεν λέει αλήθειες», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο τραγουδιστής και αυτόπτης μάρτυρας της βραδιάς Κώστας Καρουσάκης.
O Κοεμτζής δολοφόνησε τρία άτομα (Εμμανουήλ Χριστοδουλάκη, Δημήτρη Πεγιά και Ιωάννη Κούρτη) και τραυμάτισε άλλα επτά. Ο Ηλίας Τόλης ήταν ένας απ' τους τρεις συνιδιοκτήτες του κέντρου «Νεράιδα» της Αθήνας. Και θυμάται για λογαριασμό των «ΝΕΩΝ» την τραγική βραδιά: «Ημουν στο ταμείο. Ακουσα τις φωνές και άνοιξα την πόρτα αντικρίζοντας μια ανάστατη σάλα.
Ο Κοεμτζής θολωμένος, όπως έτρεχε προς την έξοδο, έπεσε πάνω μου και μου κατάφερε δύο μαχαιριές. Μία στην κοιλιά - ευτυχώς φορούσα διπλή ζώνη - και μία στην πλάτη. Πήγα μάρτυρας και στο δικαστήριο. Αξίζει να πω πως ο Κοεμτζής δεν ήξερε πως τα θύματα ήταν αστυνομικοί. Ηταν ό,τι χειρότερο έχω ζήσει». Λίγους μήνες μετά ο δράστης καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, η οποία όμως καταργήθηκε όταν βρέθηκε στις φυλακές Αλικαρνασσού.
Υστερα από 23 χρόνια εγκλεισμού, ο Κοεμτζής αποφυλακίστηκε στις 29 Μαρτίου του 1996. Για να ζήσει, πουλούσε μόνος του την αυτοβιογραφία του ενώ κατά το τελευταίο έτος της δημαρχιακής θητείας του Νικήτα Κακλαμάνη του χορηγήθηκε άδεια μικροπωλητή. Ετρωγε συχνά στην ταβέρνα του «Μπαρμπαγιάννη» στα Εξάρχεια και είχε μετανιώσει για τις πράξεις του. «Φυλακή είναι και έξω», μου είχε πει. Μάλιστα αναγνώριζε τη βοήθεια και τη στήριξη που του είχε προσφέρει τα δύσκολα χρόνια ο πρώην δημοσιογράφος και βουλευτής Γιώργος Λιάνης. Και έφυγε μόνος στον «ουρανό της μουσικής του», όπως έγραφε ο Σαββόπουλος στο τελευταίο στίχο του τραγουδιού «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο».
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου