Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Σκέψεις για την ιστορία και την διδασκαλία της

 

Του Καθ. Ιάκωβου Μιχαηλίδη*


Το ζήτημα του τρόπου συγγραφής αλλά και της αναθεώρησης των σχολικών βιβλίων δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Έχει τις ρίζες του στο 19ο αιώνα και συνδέεται με το ευρωπαϊκό φιλειρηνικό κίνημα της εποχής. Το θέμα επανήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αμέσως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ως άμεσο επακόλουθο της κατάρ­ρευσης του ηθικού κώδικα αξιών στα πεδία των μαχών. Η Κοινωνία των Ε­θνών υπήρξε, μάλιστα, το διεθνές εκείνο forum που συντόνισε τη σχετική δρα­στηριότητα. Σταθμός στις προσπάθειες της στάθηκε η περίφημη «Απόφαση Casares» της Διεθνούς Επιτροπής Πνευματικής Συνεργασίας της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία έθεσε για πρώτη φορά το πλαίσιο για την απάλειψη από τα σχολικά εγχειρίδια απαξιωτικών αναφορών σε άλλους λαούς.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το ζήτημα της αναθεώρησης των σχολι­κών εγχειριδίων αντιμετωπίστηκε σε παγκόσμιο επίπεδο μέσω της UNESCO. Ήδη από την πρώτη Γενική Διάσκεψη της UNESCO, που πραγματοποιήθηκε το 1946 στο Παρίσι, χαράχτηκαν οι βασικές αρχές για τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας. Πρόθεση της ήταν να απαλείψει από τα βιβλία τις αναλήθειες, να αντικαταστήσει τη στενή εθνική ιστορία με μία γενικότερη ανθρωπιστική άποψη και να συντάξει την «ιδανική» ιστορία. Το 1949, μάλι­στα, η UNESCO προχώρησε στη σύνταξη ενός κατευθυντήριου άξονα υπό τον τίτλο «υποδειγματικό σχέδιο για την ανάλυση και βελτίωση των σχολι­κών βιβλίων στο πνεύμα μιας διεθνούς κατανόησης». Τα κύρια σημεία του άξονα αυτού σχετίζονταν με…

την ακρίβεια των πληροφοριών και τη δικαιο­σύνη, ειδικά όσον αφορά την αντιπροσώπευση των διαφόρων μειονοτικών ομάδων καθώς και των άλλων εθνών και εθνικοτήτων.
Αλλά η βαθμιαία υποχώρηση των δραστηριοτήτων της UNESCO σε θέ­ματα παιδείας άφησε κενό, το οποίο ήλθε να καλύψει, ιδιαίτερα μάλιστα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το Συμβούλιο της Ευ­ρώπης, που εδρεύει στο Στρασβούργο, ιδρύθηκε το 1949 και αποτελείται από 46 κράτη μέλη. Αποστολή του είναι η προαγωγή της ενότητας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, η καλλιέργεια μιας ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυ­τότητας και ο σεβασμός της διαφορετικότητας.

Μόνο τη χρονική περίοδο 1953-1958 το Συμβούλιο της Ευρώπης διορ­γάνωσε έξι συνέδρια με αντικείμενο τα σχολικά βιβλία, δίνοντας μάλιστα έμφαση σε εκείνα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας. Υλοποίησε επίσης το τριετές πρόγραμμα «Εκμάθηση και διδασκαλία της ιστορίας της Ευρώπης στον 20ό αιώνα». Οι πρωτοβουλίες του, αν και δεν είχαν δεσμευτικό χαρα­κτήρα, επηρέασαν τη μεθοδολογία και τον τρόπο συγγραφής των σχολικών εγχειριδίων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ευνοήθηκαν μάλιστα από τη μεταναστευτική πλημμυρίδα που σάρωσε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ι­διαίτερα τη δεκαετία του 1990.

Ήταν τότε που ο πυρήνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στον οποίο το μάθημα της Ιστορίας θεωρήθηκε ότι κατέχει πρωτεύοντα ρόλο, άρχισε στα­διακά να αλλάζει. Οι προτεινόμενες αλλαγές δεν περιορίστηκαν μόνο στην απάλειψη απαξιωτικών εκφράσεων για γειτονικούς λαούς, αλλά ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Αιτήθηκε η αντικατάσταση του έως τότε εθνοκεντρικού μο­ντέλου διδασκαλίας με ένα πολυπολιτισμικό, στο οποίο η καλλιέργεια εναλ­λακτικών και πολλαπλών ταυτοτήτων -με αναφορά πάντοτε στις κοινότητες των προσφύγων και των μεταναστών- θα αποτελούσε τον τελικό στόχο.

Ιδιαίτερα στην Ιστορία, η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε επίσης και από τη διάχυση των ιδεών του μεταμοντερνισμού, όπου το παραδοσιακό α­ξίωμα με το οποίο γαλουχήθηκαν γενεές ιστορικών περί της αναζήτησης της μίας και μοναδικής αλήθειας αμφισβητήθηκε έντονα. Για τους οπαδούς του μεταμοντερνισμού η αλήθεια είχε σχετική μόνο αξία και ήταν θέμα πρόσλη­ψης ή επιλογής. Η διαπίστωση αυτή επέτρεπε ως λογικό επακόλουθο την αλλαγή του περιεχομένου της διδακτέας ύλης στο μάθημα της Ιστορίας και την απαγκίστρωση του από την ανάγκη να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση των μαθητών.

Στις 29 Απριλίου 2007 ο Γιάννης Κολιόπουλος σε εισήγηση του σε ημερί­δα που διοργάνωσε η Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών στη Θεσσαλονίκη ανέ­πτυξε διεξοδικά τις εξελίξεις όσον αφορά την επιστήμη της Ιστορίας και τις χρήσεις που αυτή καλούνταν πλέον να εξυπηρετήσει. Αφού άσκησε δριμεία κριτική στους οπαδούς του μεταμοντερνισμού, υπεραμύνθηκε του εθνικού κράτους και της εθνοκεντρικής διδασκαλίας της εκπαίδευσης. Αξίζει επίσης να επισημανθεί πως δύο σχεδόν χρόνια μετά την εκδήλωση αυτή η εισήγηση του αναμένει ακόμη την τεκμηριωμένη απάντηση όσων την αμφισβητούν.

Η παραπάνω εισήγηση αποτέλεσε για τον υπογράφοντα το έναυσμα για τη διερεύνηση της σημερινής κατάστασης στον ευρωπαϊκό χώρο, όσον αφορά το μάθημα της Ιστορίας και τη διδασκαλία του. Μια σειρά από συμπερά­σματα μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: Σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες το μάθημα της Ιστορίας, για διάφορους λόγους, δεν είναι ελκυστικό, ενώ η εκπαίδευση δεν αποτελεί σήμερα το μοναδικό φορέα διαμόρφωσης ιστορικής συνείδησης. Τόσο ενώσεις ιστορικών, εθνικές και υπερεθνικές, όσο και διάφοροι Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί επιχειρούν με εκδόσεις και σεμινάρια να προωθήσουν τις απόψεις τους. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει, βεβαίως, κανείς πως τα δεδομένα έχουν σαφώς διαφοροποιηθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η κοινωνική και οικονομική ιστορία, η ιστορία των θεσμών, η πολιτισμική ιστορία και η ιστορία των φύλων έχουν σταδιακά ενσωματω­θεί και συνεχίζουν να ενσωματώνονται στη σχολική εκπαίδευση. Αλλά και επιδιώξεις, όπως η ενίσχυση της κριτικής σκέψης και της συνθετικής ικανό­τητας των μαθητών, σε συνάρτηση πάντοτε με το επίπεδο της σχολικής εκ­παίδευσης καθώς και η απάλειψη απαξιωτικών περιγραφών και εκφράσεων για εθνικούς αντιπάλους, αποτελούν θεμιτές και αδιαπραγμάτευτες επιδιώ­ξεις. Ωστόσο, άλλα ζητήματα πολιτικής χροιάς, όπως για παράδειγμα η επιλογή του εθνικού ή του πολυπολιτισμικού και υπερεθνικού μοντέλου στην εκπαιδευτική διαδικασία, σχετίζονται με τις γενικότερες ιδεολογικές ζυμώ­σεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο και ως εκ τούτου εξακολουθούν να παραμένουν εκκρεμή. Η προς το παρόν αδυναμία της ευρωπαϊκής οικογένειας να συγκρο­τηθεί σε κάτι περισσότερο από μια πολιτική και οικονομική ένωση καθιστά την ενιαία ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα εξαιρετικά αμφίβολη στο ορατό μέλλον. Έτσι φαινόμενα όπως η μεταναστευτική πλημμυρίδα της δεκαετίας του 1990 και η αλλαγή της πληθυσμιακής ισορροπίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες καθώς και η συνακόλουθη επιδίωξη των ομάδων αυτών για πρόσβαση στη δική τους ιστορία, συγκρούονται με εξελίξεις, όπως οι δυσλειτουργίες του πολυπολιτισμικού μοντέλου σε χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία αλλά και με την αναβίωση περιφερειακών εθνικισμών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη χώρα των Βάσκων. Το ζήτημα της συγγραφής των βιβλίων Ιστορίας έχει επανέλθει στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Δεν αποτελεί, λοιπόν, η Ελλάδα εξαίρεση.

Από τα πολλά παραδείγματα προβληματισμού και ζυμώσεων στο χώρο της Ιστορίας θα εστιάσω σε εκείνο της Μεγάλης Βρετανίας. Εκεί η υπόθεση της ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας και η συνακόλουθη συζήτηση σε σχέ­ση με τους στόχους της εκπαίδευσης στο χώρο της Ιστορίας έχει τα τελευταία χρόνια αναζωπυρωθεί, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις τρομοκρατικές επιθέ­σεις στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου στις 7 Ιουλίου του 2005. Στο επίκεντρο έχει βρεθεί μάλιστα το National Curriculum για την Ιστορία, το οποίο ισχύει με ελαφρές τροποποιήσεις από το 1988. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα το γεγονός πως η Fabian Society, ένα think tank, που εδώ και έναν σχεδόν αιώνα συνδέεται με το κόμμα των Εργατικών και επηρεάζει τις κυ­βερνητικές επιλογές, έχει πραγματοποιήσει την τελευταία πενταετία σειρά δημόσιων debates και συνεδρίων για τον ορισμό της μοντέρνας «βρετανικότητας» (Britishness). Η ίδια εταιρεία ασχολείται επίσης με συναφή ζητήματα, όπως ο καθορισμός των βρετανικών αξιών, η διερεύνηση των ορίων της ευ­ρωπαϊκής ταυτότητας, ενώ έχει υποβάλει προς τη βρετανική κυβέρνηση σει­ρά προτάσεων, από τις οποίες ξεχωρίζει εκείνη για τον ορισμό National Day στη Βρετανία κατά το πρότυπο της Αυστραλίας. Η σχετική συζήτηση άνοιξε στις 14 Ιανουαρίου 2006 με την εναρκτήρια ομιλία στο Συνέδριο της Fabian Society από τον ίδιο τον βρετανό πρωθυπουργό Gordon Brown. Ο Brown προσπάθησε να δώσει ένα νέο ορισμό για την έννοια της «βρετανικότητας», μίλησε για το βρετανικό πατριωτισμό, τον οποίο περιέγραψε όχι με βάση φυλετικές ιδιότητες αλλά σε σχέση με την κοινή πίστη σε ένα σύνολο αξιών, όπου οι διαφορές θα γίνονται μεν αποδεκτές, αλλά δεν θα πρέπει να αφήνουν καμία αμφιβολία για την κυριαρχία της εθνικής ταυτότητας. «Πρέπει να κά­νουμε περισσότερα πράγματα για να βοηθήσουμε την ενσωμάτωση», συνό­ψισε την ομιλία του ο βρετανός πρωθυπουργός. «Δεν πρέπει να εγκαταλεί­ψουμε την εθνική μας ιστορία [...] Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στο αναλυτικό πρόγραμμα, όχι μόνο ημερομηνίες, μέρη και ονόματα, ούτε ένα σύνολο ασύνδετων γεγονότων, αλλά μια αφήγηση που περικλείει την ιστορία μας». Η εισήγηση του βρετανού πρωθυπουργού έδωσε έναυσμα για έναν δημόσιο διάλογο. Ο νεαρός ιστορικός Tristram Hunt, συνδεδεμένος και αυτός με τους Εργατικούς, με την αρθρογραφία του στις εφημερίδες Ob­server και Guardian τοποθέτησε την αναγκαιότητα της καλλιέργειας της ε­θνικής ταυτότητας στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. «Παλαιότερα η Ιστορία ήταν η διδασκαλία του παρελθόντος. Σήμερα όμως είναι πολύ πε­ρισσότερο ένα ερώτημα για την ταυτότητα, για το που ανήκουμε, για την υπηκοότητα μας». «Καθώς η ιστορία της εθνικής αφήγησης και των εντάσε­ων των κοινοτήτων αυξάνεται σε όλη τη Βρετανία», υποστηρίζει ο Hunt, «η κυβέρνηση έχει δίκιο που προσπαθεί να μας ενώσει ως έθνος. Αλλά ακαθό­ριστες επισημάνσεις για την υπηκοότητα δεν είναι αρκετές. Χρειαζόμαστε ιστορίες, ορόσημα, μάχες, ήρωες και προδότες, αρκετό από το πάθος του πα­ρελθόντος, στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να γίνουμε σύγχρονοι Βρετανοί. Και φυσικά χρειάζεται να ξεκινήσουμε από τη σχολική αίθουσα, όπου διδά­σκεται η ιστορία, όχι από κάποιο σεμινάριο για την έννοια του πολίτη, το οποίο γίνεται στο δημαρχείο». Και καταλήγει υποστηρίζοντας πως «η ιστο­ρία δεν είναι θεραπεία για τα κάθε λογής βάσανα της σύγχρονης κοινωνίας και προσφέρει κακές υπηρεσίες, αν κάνει κάτι τέτοιο. Υπάρχει μια κυρίαρχη αγγλοσαξονική ιστορία σε αυτά τα νησιά κι αυτό δεν είναι μύθος».

Οι εξελίξεις στη Βρετανία επιβεβαιώνουν πολλά από τα επιχειρήματα του Κολιόπουλου. Και δεν αποτελούν την εξαίρεση. Θα κλείσω παραθέτο­ντας κάτι άλλο: «Πώς όμως θα πληροφορηθούμε για τα γενόμενα στην κοι­νωνία του παρελθόντος τι, μ' άλλα λόγια, πρέπει να κάνει ο εν προκειμένω αρμόδιος, ο ιστορικός δηλαδή, προκειμένου να κατανοήσει την κοινωνία του παρελθόντος και, κατόπιν, να προσπαθήσει να κάνει και μας τους υπόλοι­πους να την κατανοήσουμε. Πρέπει να μελετήσει τις πηγές. Πηγή για ένα γεγονός είναι το τεκμήριο που το ίδιο το γεγονός άφησε, τεκμήριο σύγχρονο του, επομένως [...] Τι ψάχνουμε να βρούμε στο παρελθόν; Ο ιστορικός, χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες πηγές και όλα τα διαθέσιμα στην επι­στήμη του εργαλεία, τι θέλει να βρει στις αναζητήσεις του στο παρελθόν, κοντινό ή μακρινό; Απαντώ αμέσως, απλά: Ψάχνει να βρει την ιστορική α­λήθεια, χρησιμοποίησα ενικό μία είναι η ιστορική αλήθεια; Πράγματι, η ι­στορική αλήθεια είναι μία». Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη από τα επιχει­ρήματα του Κολιόπουλου για την ιστορική αλήθεια και τις διαστάσεις της. Είναι όμως ένα απόσπασμα από κείμενο ενός από τους κορυφαίους έλληνες μαρξιστές ιστορικούς, του Βασίλη Κρεμμυδά.

* Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο «Έθνος, Κράτος και Πολιτική», εκδόσεις Επίκεντρο, 2009, σελ 213-217

Αναρτήθηκε από Akritas

Δεν υπάρχουν σχόλια: