Δύο ακόμη «ιστορίες ελληνικές», των οποίων τις προεκτάσεις βλέπουμε και σήμερα, κάτω βεβαίως από διαφορετικές συνθήκες, με μεγάλες όμως ομοιότητες. Φαίνεται ότι τέτοιου είδους θέματα δεν είναι φαινόμενα των καιρών μας, ούτε καν αυτής της «τρισκατάρατης» μεταπολίτευσης, στην οποία πολλοί αρέσκονται να φορτώνουν τα πάντα, κάτι που έχει γίνει πλέον της μόδας.
Είναι δύο ιστορίες καθαρά ελληνικές, που δείχνουν ότι περίπου τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζονται πυροσβεστικά από συστάσεως του ελληνικού κράτους, με τον ίδιο τρόπο και πάντα περιστασιακά. Αποτέλεσμα, τα προβλήματα να σέρνονται διαχρονικά και να επανέρχονται πάντα κατά περιόδους με την ίδια περίπου μορφή, ίσως και με μεγαλύτερη ένταση, αφού δεν δίνονται λύσεις με ριζοσπαστικές παρεμβάσεις και αλλαγές.
Στην εποχή του Όθωνα
Η πρώτη ιστορία αφορά μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις - σκούπα που οργανώθηκαν στην Αθήνα, το 1842, στην εποχή δηλαδή του Όθωνα και των Βαυαρών, προκειμένου σε μια περίοδο έξαρσης της εγκληματικότητας να περιοριστεί το πρόβλημα που δημιουργούνταν από «τους αλλοδαπούς και τους άεργους».
Η μεγαλύτερη επιχείρηση απομάκρυνσης αλλοδαπών, αέργων και γενικότερα «αλητών» από την πόλη των Αθηνών έγινε με αφορμή τη δολοφονία ενός πάμπλουτου ομογενούς μέσα στο σπίτι του. Ήταν Φεβρουάριος του 1842, όταν στις δύο το πρωί τέσσερις κακοποιοί, τρεις με φουστανέλα και ένας με βράκα, μπήκαν στο σπίτι του Παύλου Νεγρεπόντη και λήστεψαν τα πάντα, αφού σκότωσαν τον ίδιο μπροστά στη γυναίκα και τα τρία παιδιά του.
Ο Παύλος Νεγρεπόντης ήταν από τους αγαπητούς Φαναριώτες, ο οποίος ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα μετά την έλευση του Όθωνα. Αφού έχτισε ένα από τα ωραιότερα ακίνητα, συνέχισε τις εμπορικές δραστηριότητές του στην Αγγλία, για να επιστρέψει πλέον μόνιμα στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1841. Είχε επενδύσει σε γη και σώζεται μέχρι σήμερα ανακαινισμένο ένα από τα ακίνητα που είχε αγοράσει στη συμβολή των οδών Κεραμεικού και Μυλλέρου (επί Όθωνος ονομαζόταν Φειδίου και Πραξιτέλους), το οποίο έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο πολλαπλών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.
Στην Αθήνα εκείνης της εποχής, των λίγων χιλιάδων κατοίκων, το γεγονός προξένησε αλγεινή εντύπωση. «Κακούργοι τινές εμφωλεύουσι προ πολλού εις τας Αθήνας. Δολοφόνοι σφαγείς των πολιτών, κατασκοπεύοντες την ημέρα τας οικίας, εισέρχονται την νύκτα κρυφίως ή βιαίως και γυμνόνουσι τους πολίτας εν τω μέσω των τέκνων και των συζύγων», έγραφαν οι εφημερίδες.
Εντός λίγων ημερών οι τέσσερις δράστες συνελήφθησαν και αποκαλύφθηκε ότι ήταν όλοι αλλοδαποί που σύχναζαν στα κακόφημα καπηλειά της πόλης.
Την εκκαθάριση της κατάστασης ανέλαβε ο… Χρυσοχοΐδης της εποχής και η Δημοτική Αστυνομία, συνεπικουρούμενη από δυνάμεις του στρατού. Οι ανεπιθύμητοι υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στις χώρες τους – ήταν κυρίως από χώρες των Βαλκανίων, τη Μάλτα και την Ιταλία. Στο ζήτημα δόθηκε εθνικός χαρακτήρας, λήφθηκαν ιδιαίτερα μέτρα για τους εισερχόμενους και εξερχόμενους στην πόλη και καθιερώθηκαν αυστηροί έλεγχοι.
1929: Αίτημα για λιγότερα ταξί!
Η δεύτερη εξελίσσεται περίπου το 1929, όταν η γαλαντόμα χορήγηση αδειών σε αμαξάδες για τα πρώτα ταξί δημιούργησε το αδιαχώρητο, οπότε άρχισε να διατυπώνεται και το αίτημα να σταματήσει η χορήγηση νέων αδειών ταξί. Σήμερα, περίπου 90 χρόνια αργότερα, έχουμε ξανά το ίδιο αίτημα, υπό άλλες βεβαίως συνθήκες, για να μην χορηγούνται νέες άδειες ταξί.
Ως γνωστόν, τα ταξί είναι οι διάδοχοι των γραφικών αμαξών, διαφόρων τύπων, που άρχισαν να μπαίνουν σε «αποστρατεία» περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Έτσι λοιπόν τις πρώτες άδειες ταξί απέκτησαν οι αμαξάδες που εγκατέλειψαν τα οχήματά τους για να χρησιμοποιήσουν το νέο μέσον, το οποίο εξαπλώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα. Κάθε φορά που έφτανε στο Τελωνείο Πειραιώς και μια νέα παρτίδα ταξί, οι ρομαντικοί της εποχής έγραφαν για τον κόσμο που χανόταν και την τεχνολογία που ερχόταν.
Ωστόσο, σχετικά σύντομα εμφανίστηκε και το πρώτο αίτημα για περιορισμό των ταξί. Ήταν Αύγουστος του 1929, όταν ο «Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Αυτοκινήτων» μέσω του προέδρου του – ονομαζόταν Νικόλαος Σαμαράς – κατέθεσε ένα εκτενέστατο υπόμνημα στο αρμόδιο υπουργείο Συγκοινωνίας.
Τι ζητούσαν τότε οι επαγγελματίες αυτοκινητιστές; Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα...
Πρώτ’ απ’ όλα ζητούσαν την εκκαθάριση του κλάδου τους από τα στοιχεία εκείνα «άτινα λόγω της ροπής των προς την εγκληματικότητα αποτελούν στίγμα δια μίαν πολυπληθή τάξιν εντίμων βιοπαλαιστών»! Πρότειναν μάλιστα να συσταθεί επιτροπή για την εκκαθάριση της κατάστασης.
Το δεύτερο αίτημά τους ήταν να «παύση η χορήγησις νέων αδειών κυκλοφορίας ταξί επί μίαν πενταετίαν εν Αθήναις και Πειραιεί, να περιορισθή δε ο αριθμός τούτων εις τον σημερινόν κυκλοφορούντα, διότι λόγω των καταπληκτικώς πολλαπλασιαζομένων καθημερινώς ταξί όχι μόνον κέρδη δεν πραγματοποιούνται, αλλά ούτε αι καθημεριναί φθοραί δεν καλύπτονται». Είπατε κάτι;
Και το τρίτο βασικό αίτημά τους ήταν να ληφθούν μέτρα εναντίον εκείνων που έπαιρναν αυτοκίνητα για ιδιωτική χρήση και αφού τοποθετούσαν ένα ταξίμετρο τα χρησιμοποιούσαν ως επαγγελματικά. Επρόκειτο για τα πρώτα «αγοραία» αυτοκίνητα, τα οποία, σύμφωνα με τους επαγγελματίες της εποχής, ζημίωναν τόσο το Δημόσιο όσο και τους επαγγελματίες αυτοκινητιστές. Ήταν δηλαδή οι πρώτοι πειρατές του επαγγέλματος...
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου