Κατα τις δεκαετίες του 1830-40 ρώσοι επιστήμονες άρχισαν να διατυπώνουν μια σειρά από θεωρίες και απόψεις που χαρακτηρίζονται από έντονη εθνικιστική φιλολογία, μιά κίνηση γνωστή αργότερα ως Πανσλαβισμός. Στόχος της η ενότητα και εξύψωση των σλαβικών λαών που εξαπλώνονταν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης, με προεξάρχοντες του Ρώσους. Σύντομα, αυτές οι θεωρίες βρήκαν απήχηση σε επιστήμονες της Δύσης και κυρίως στην Καθολική Εκκλησία, η οποία προσπαθούσε να εξυπηρετήσει δικούς της στόχους εις βάρος της Ορθοδοξίας. Οι μόνιμες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ρωσίας νότια βρήκαν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο και πλέον στρέφονταν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο όνομα της προστασίας των χριστιανικών λαών στο εσωτερικό της. Το 1853-56 διαδραματίστηκε ο 11ος κατά σειρά Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, γνωστός ως Κριμαϊκός Πόλεμος καθώς οι περισσότερες μάχες έγιναν στην χερσόνησο της Κριμαίας. Σύμμαχοι της Τουρκίας ήταν η Αγγλία, η Γαλλία και το Βασίλειο της Σαρδηνίας, που προωθούσαν με ανάλογο τρόπο τη δική τους παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και εναντιώνονταν στις ρώσικες βλέψεις. Ο πόλεμος έληξε με νίκη των συμμάχων, αλλά ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει διάφορα προνόμια στους υπόδουλους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας με το Διάταγμα Χάττι Χουμαγιούν (1856). Έκτοτε, η Ρωσία επιδίωξε με έντονο ζήλο την εθνικιστική αφύπνιση των νότιων σλαβικών φύλων και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας, που είχε ατονήσει μετά από τόσους αιώνες Τουρκοκρατίας. Βούλγαροι επιστήμονες στέλνονταν για σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και επέστρεφαν ώστε να εξαπλώσουν τον σλαβικό εθνοφυλετισμό. Έτσι, το εθνικό συναίσθημα των Βουλγάρων γρήγορα άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και στρεφόταν, εκτός των Τούρκων, εναντίον του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας
Ο πρώτος βούλγαρος έξαρχος
Ιλαρίων (1800-1884)
Μετά το Χάττι Χουμαγιούν, το Πατριαρχείο αρχικά κράτησε μια μετριοπαθή πολιτική απέναντι στις ήδη εμφανιζόμενες αντιδράσεις των Βουλγάρων. Το 1858 πραγματοποιήθηκε συνέλευση αντιπροσώπων στο Πατριαρχείο, στην οποία συμμετείχαν και Βούλγαροι. Όμως, οι υπερβολικές αξιώσεις τους για σχεδόν πλήρη αυτονόμηση του βουλγαρικού κλήρου και επέκτασή του στις λεγόμενες μικτές περιοχές, δήλωναν ξεκάθαρα τον εθνοφυλετικό χαρακτήρα τους. Το Πατριαρχείο αντιπρότεινε ένα σχέδιο 15 άρθρων με αρκετές υποχωρήσεις, που έγινε αρχικά δεκτό από τη μετριοπαθή μερίδα των Βουλγάρων αλλά τελικά απορρίφθηκε. Ακολούθησε μια σειρά διαβουλεύσεων που θα καθόριζαν σε ποιες επαρχίες θα τοποθετούνταν βούλγαροι ιερείς, υπο τη σκέπη πάντα του Πατριαρχείου. Το 1867 το ζήτημα φάνηκε πως θα λυθεί μετά τις προτάσεις του Πατριάρχη Γρηγορίου Στ’ για αυτοδιοικούμενη βουλγαρική εκκλησία στις βόρειες περιοχές, που θα είχε όμως πνευματικούς δεσμούς με το Πατριαρχείο[1]. Ομοίως με τα προηγούμενα, το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε και η οθωμανική διοίκηση ύστερα από ρωσικές πιέσεις αναγνώρισε με φιρμάνι του 1870 την Αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία με επικεφαλή έξαρχο. Το φιρμάνι όριζε τη δικαιοδοσία της Εξαρχίας ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και τον Δούναβη μαζί με την Δοβρουτζά, ενώ επεκτάθηκε αργότερα δυτικά στην ζώνη των Σκοπίων, του Κιουστεντίλ, της Αχρίδας και των Βελεσσών. Από τις παραπάνω περιοχές εξαιρούνταν η παραθαλάσσια περιοχή της Βάρνας, η Φιλιππούπολη, η Στενήμαχος και τα γύρω χωριά τους, όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί[2]. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος που συγκλήθηκε το 1872 κήρυξε ως σχισματική την Βουλγαρική Εξαρχία λόγω του καθαρά εθνοτικού χαρακτήρα της και της μη μνημόνευσης του Πατριάρχη κατα τις λειτουργίες, γεγονότα παράτυπα σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση. Έτσι, προκλήθηκε το σχίσμα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία που εξυπηρετούσε συνάμα τα συμφέροντα των Οθωμανών, καθώς αποφεύχθηκε προς το παρόν η κοινή δράση των χριστιανών εναντίον τους. Επίσης, ο άκρατος εθνοφυλετισμός της Εξαρχίας καθόρισε σε απόλυτο σχεδόν βαθμό την ταύτιση της έννοιας του εξαρχικού με αυτή του Βούλγαρου. Δεν είναι τυχαίο που η ίδρυση της Βουλγάρικης Εκκλησίας αποτελεί την απαρχή του Μακεδονικού Ζητήματος, που θα μετατραπεί σε ένοπλη αντιπαράθεση κατα τις επόμενες δεκαετίες.
Η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου
Η υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταξύ
του Σαφβέτ Πασά και του ρώσου πρέσβη στην
Κωνσταντινούπολη Ν. Ιγνατίεφ (Μαρ 1878)
Τα χρόνια μετά την ίδρυση της Εξαρχίας παρατηρείται μια συνεχής προσπάθεια διείσδυσης των Βουλγάρων όλο και νοτιότερα. Ξεκινά η ανοικοδόμηση βουλγάρικων σχολείων και ο διορισμός εξαρχικών δασκάλων και ιερέων, ακόμη και σε περιοχές που το βουλγάρικο στοιχείο ήταν μειοψηφικό, όπως η Καστοριά. Οι Οθωμανοί παραβλέπουν τις δράσεις των εξαρχικών εναντίον του ελληνισμού και αγνοούν τις αντιδράσεις των κατά τόπους πατριαρχικών μητροπολιτών. Παράλληλα, η ρουμάνικη προπαγάνδα επιδίωξε την εθνολογική ταύτιση των Βλάχων του ελληνικού χώρου με Ρουμάνους της Μολδοβλαχίας, έτσι ρουμάνικα σχολεία κάνουν την εμφάνισή τους. Οι ελληνικές κοινότητες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την διπλή πρόκληση με την ίδρυση αρκετών σχολείων. Όμως, η κατάσταση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας επιδενώθηκε άρδην λίγο πριν την κήρυξη του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το 1877. Άτακτοι τουρκαλβανοί ληστές από την περιοχή της Δίβρας επωφελήθηκαν τη γενικότερη αναρχία που επικρατούσε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και προέβησαν σε εκτεταμένες επιδρομές εναντίον των ελληνικών οικισμών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, που μπορούν να συγκριθούν μόνο με αυτές που έγιναν τον προηγούμενο αιώνα κατά τα Ορλωφικά. Στην περιοχή της Καστοριάς δολοφόνησαν τον πρόκριτο της Βασιλειάδας και λεηλάτησαν τα χωριά Βλάστη, Εμπόριο και Εράτυρα (Σέλιτσα)[3]. Επίσης, την πόλη συνέχισαν να διοικούν τουρκαλβανοί τοπάρχες[4], οι οποίοι εφάρμοζαν καταδυναστευτικές πρακτικές και έκαναν αφόρητη τη ζωή των Ελλήνων.
Στην Βουλγαρία ξέσπασε επανάσταση το 1876 που πνίγηκε στο αίμα και είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκληση διάσκεψης στην Πόλη μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Τουρκίας. Γενικά, η Ευρωπαϊκή Δύση ακολουθούσε από τότε μια ιδιάζουσα φιλοβουλγάρικη πολιτική στην περιοχή, επηρεασμένη από πανσλαβικές μελέτες, πλαστούς εθνολογικούς χάρτες και την πλούσια δράση των Βουλγάρων προπαγανδιστών[5], που ήθελε να περιορίσει την επιρροή της Ρωσίας. Προτάθηκε η ίδρυση δύο αυτόνομων βουλγάρικων επαρχιών με έδρες την Σόφια και το Τύρνοβο, αλλά η Τουρκία αντέδρασε. Σε λίγους μήνες κηρύχθηκε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ τον Απρίλιο του 1877 και διάρκησε ένα χρόνο. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίς την βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν σχεδόν προδιεγραμμένο πως θα γνώριζε την ήττα. Στο πλευρό της Ρωσσίας τάχθηκαν οι υπόδουλες βαλκανικές εθνότητες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Μαυροβούνιο), οι οποίες ευελπιστούσαν σε ανεξαρτησία αν νικούσε η Ρωσία. Η βαριά ήττα των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική γι’ αυτούς Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1978), που υπογράφηκε στο προάστιο της Πόλης Άγιος Στέφανος μεταξύ του ρώσσου πρέσβη Ιγνατίεφ και του Σαφβέτ Πασά. Τα άρθρα της συνθήκης προέβλεπαν την ανεξαρτησία της Σερβίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου, ενώ παραχωρούσαν αυτονομία στην Βοσνία Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία. Ειδικότερα στην τελευταία παραχωρήθηκαν δυσανάλογα με τον πληθυσμό της εδάφη, που εις βάρος κυρίως των ελληνικών συμφερόντων. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν ολοφάνερες οι προσπάθειες της Ρωσίας να δημιουργήσει ένα ισχυρό παράγοντα στην περιοχή εναντίον των Τούρκων, που θα λειτουργούσε παράλληλα ως δικό της υποχείριο στα Βαλκάνια. Όσον αφορά τον Καζά της Καστοριάς περνούσε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην αυτόνομη Βουλγαρία, εκτός ορισμένων νοτίων τμημάτων.
Τα σύνορα της μεγάλης αυτόνομης Βουλγαρίας που προέβλεπε η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (1878). Στην περιοχή της Καστοριάς το σύνορο οριζόταν με τη γραμμή Κλεισούρα - Άργος Ορεστικό - Πεντάβρυσος - Γράμμος, με το βόρειο τμήμα να προσέρχεται στην αυτόνομη Βουλγαρία και το μικρότερο νότιο να παραμένει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η ελληνική συμμετοχή στο Συνέδριο του Βερολίνου
με προεξάρχοντα τον Θ. Δηλιγιάννη
Η αντίδραση από την ελληνική πλευρά ήταν έντονη. Υποβλήθησαν πολλά υπομνήματα διαμαρτυρίας που προβλημάτισαν τη Ρωσία[6]. Ακόμη, οι όροι της συνθήκης απορρίφθηκαν από τις δυτικές δυνάμεις, καθώς φοβήθηκαν την μονομερή λύση εις όφελος των Ρώσων. Έτσι, τον Ιούνιο του 1878 συκλήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλα τα εμπλεκόμενα κράτη (δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, Ρωσία, Τουρκία, βαλκανικά κράτη). Εκεί αποφασίστηκε ο δραστικός περιορισμός των βουλγαρικών εδαφών και η ίδρυση της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας. Για την Ελλάδα προβλεπόταν σε θεωρητική βάση η διευθέτηση της συνορικής γραμμής με την Τουρκία, που έληξε τρία χρόνια αργότερα με την προσάρτηση της Θεσσαλίας.
Πρώϊμες ελληνικές δράσεις και η Επανάσταση του 1878
Ο Α. Πηχεών (1836-1913) αποτέλεσε
αναμφισβήτητα την κυρίαρχη μορφή του
Μακεδονικού Αγώνα στην Δυτική Μακεδονία
κατά την πρώϊμη περίοδο μέχρι το 1890
Όλα τα παραπάνω μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με την περιοχή της Καστοριάς αλλά παρατίθενται για να δωθεί συνοπτικά το υπόβαθρο που οδήγησε στον ένοπλο αγώνα για τη Μακεδονία τις επόμενες δεκαετίες. Στο εξής θα αναφερθούμε κυρίως στα γεγονότα που προηγήθηκαν και επακολούθησαν στο άμεσο περιβάλλον της πόλης.
Κυριάρχη μορφή για την Καστοριά στην εποχή που εξετάζουμε είναι ο Αναστάσιος Πηχεών (1836-1913), ο οποίος ήταν μοσχοπολίτικης καταγωγής και γεννήθηκε στην Αχρίδα. Μετά τις σπουδές του σε Αχρίδα, Μοναστήρι και Αθήνα (και μετά από μια προσωρινή φυλάκιση κατά την στάση του Ναυπλίου εναντίον του βασιλιά), τοποθετήθηκε το 1862 ως δάσκαλος στην Κλεισούρα[7]. Εκεί, συνδέθηκε με τον βογατσιώτη ιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο (1852-1920), ο οποίος πριν την εγκατάστασή του στην Κλεισούρα είχε σπουδάσει στην Αθήνα και είχε εργαστεί για κάποιο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη[8]. Η σύγκρουση των δύο με την φιλορουμάνικη μερίδα της κωμόπολης και τον Α. Μαργαρίτη ήταν αναπόφευκτη. Ακόμη, πολεμήθηκαν ιδιαίτερα από τον προϊστάμενο της Καθολικής Σχολής των Λαζαριστών του Μοναστηρίου Φαβεριάλ, καθώς η ουνίτικη προπαγάνδα ήδη είχε εξαπλωθεί και προσπαθούσε να προσυλητίσει σλαβόφωνους και βλαχόφωνους πληθυσμούς. Το 1865 ο Πηχεών τοποθετείται στο Ελληνικό Σχολείο της Καστοριάς και συνεργάζεται με τον κορησιώτη ιατρό Ι. Σιώμο (1835-1890) και έλληνες προκρίτους. Μάλιστα, το 1867 ηγείται μιας μυστικής Εθνικής Επιτροπής που συμμετείχαν ο γυμνασιάρχης του Μοναστηρίου Ν. Φιλιππίδης, οι ιατροί Ι. Αργυρόπουλος και Ι. Σιώμος, οι έμποροι Α. και Μ. Τσιρλής από το Νυμφαίο (Νεβέσκα) και ο ηπειρώτης Θ. Πασχίδης. Αυτή είχε ως σκοπό την οργάνωση και την χρηματοδότηση ελληνικής εξέγερσης στην περιοχή και είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Νέα Φιλική Εταιρεία’’. Το 1872 ιδρύεται ο Φιλεκπαιδευτικος Σύλλογος Καστοριάς υπό την προεδρεία του Μητροπολίτη Νικηφόρου και τη συμμετοχή του Α. Πηχεών, που είχε στόχο την εκπαιδευτική πρόοδο της επαρχίας, την ίδρυση και τη χρηματοδότηση ελληνικών σχολείων και οικοτροφείων[9] [10]. Παράλληλα βέβαια προσπαθούσε να εμποδίσει τις προσπάθειες ίδρυσης βουλγάρικων σχολείων στην περιοχή. Παρόμοιος σύλλογος είχε ιδρυθεί προηγουμένως στο Άργος Ορεστικό και αργότερα στην Κλεισούρα και το Βογατσικό. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Σύλλογος περιέπεσε σε ατονία μέχρι την κατάργησή του το 1876. Ακόμη, προσωπικοί αντίπαλοι του Πηχεών κατάφεραν την απομάκρυνση του από την Καστοριά και τον διορισμό του στην Κοζάνη.
Ο Στέφανος Δραγούμης (1842-1923). Η οικογένεια
Δραγούμη είχε καταγωγή από το Βογατσικό, αλλά
μετοίκησε στις αρχές του 19ου αι. στην Αθήνα.
Ο Στέφανος πήρε ενεργό ρόλο στον Μακεδονικό
Αγώνα ήδη από το 1878 με την ίδρυση μακεδονικής
επιτροπής. Αργότερα, διετέλεσε πρωθυπουργός
της Ελλάδας για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα.
Η κατάσταση στο Ελληνικό Κράτος εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν από πολιτική αστάθεια και ξένες πιέσεις. Τον Ιανούαριο του 1878 επιχειρήθηκε η προώθηση του στρατού στον Δομοκό, εκτός των συνόρων, που όμως ανακλήθηκε αμέσως. Το ίδιο διάστημα ιδρύθηκε στην Αθήνα επιτροπή Μακεδόνων υπό τον Στέφανο Δραγούμη (με καταγωγή από το Βογατσικό) για την οργάνωση επανάστασης στη Μακεδονία. Η προπαρασκευή του αγώνα στη Δυτική μακεδονία γίνεται έκδηλη μέσα από επιστολές, υπομνήματα και διαμαρτυρίες[11]. Τον Φεβρούριο του 1878 περιοδεύει εδώ ο άγγλος αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης H. Synge και ανακοινώνει ότι η περιοχή θα περιέλεθει στην αυτόνομη Βουλγαρία ύστερα από την συμφωνία Αγγλίας – Ρωσίας[12]. Η επιτροπή των Μακεδόνων της Αθήνας συγκεντρώνει πυρομαχικά και εθελοντές. Μεταξύ των εθελοντών οι προερχόμενοι από την επαρχία Καστοριάς : Α. Παντολέων, Δ. Γκίκας, Χ. Δάνος, Α. Βούζας, Α. και Μ. Δημητρίου, Α. Οικονόμου, Λ. Αθανασίου, Δ. Μανέλλης, Π. Αθανασίου[13]. Ταυτόχρονα ξεσπά η επανάσταση σε Όλυμπο και Δυτική Μακεδονία. Ο Κ. Δουμπιώτης αποβιβάζεται με 600 εθελοντές στην Πιερία και με τη σύμπραξη του επισκόπου Κίτρους και τοπικών προκρίτων ιδρύουν την Προσωρινή Κυβέρνηση Ολύμπου. Για λίγες ημέρες ελέγχουν την περιοχή από τα Τέμπη ως τον Κολινδρό, αλλά ο τουρκικός στρατός καταστέλει το κίνημα καταστρέφοντας εκ θεμελίων το Λιτόχωρο (4 Μαρτίου 1878)[14]. Οι επαναστάτες καταφεύγουν στην νότια Ελλάδα και υπογράφεται η ανακωχή στο Σμόκοβο Καρδίτσας, με την παρέμβαση της Αγγλίας. Στη Δυτική Μακεδονία ο Ιωσήφ Λιάτης συγκεντρώνει επαναστάτες στο όρος Βούρινο νότια της Σιάτιστας και ανακηρύσεται η ‘’Προσωρινή Κυβέρνησις της εν Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας’’ με πρόεδρο τον Ι. Κοβανδάρο και γραμματέα τον Α. Πηχεών. Στην περιοχή Καστοριάς – Φλώρινας εμφανίζονται οι οπλαρχηγοί Β. Ζούρκας, Στέφος, Ν. Νταλίπης, Ν. Καράτζας, Ν. Μάτσος, Μάλαμος, Ν. Γκίζας, Λ. Ανδρέου και Ν. Κορδίστας, που μάχονται εναντίον των τούρκων Μπέηδων[15]. Οι Τούρκοι και οι Τουρκαλβανοί προέβησαν σε αντίποινα, παρά την αμνηστεία των επαναστατών που είχε δωθεί στο Σμόκοβο. Η επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία δεν φαίνεται να είχε το αιματηρό τέλος αυτής του Ολύμπου.
Η σημαία των Δυτικομακεδόνων κατά την
επανάσταση του 1878 στο όρος Βούρινο
Οι επαναστάτες συνέχισαν να δρουν με ανταρτοπόλεμο στους δυσπρόσιτους όγκους του Βιτσίου, του Άσκιου, του Βούρινου, του Τρικλάριου, του Γράμμου και των Οντρίων, πετυχαίνοντας μεγάλες νίκες εναντίον των ατάκτων Τουρκαλβανών και του τακτικού οθωμανικού στρατού. Η έλλειψη βοήθειας και ο χειμώνας τερμάτισε τελικά τη δράση των οπλαρχηγών τον Δεκέμβριο του 1878 μετά από δεκάμηνο αγώνα. Η επανάσταση είχε αποτύχει αλλά το ηθικό πλήγμα στην οθωμανική διοίκηση ήταν σαφές, καθώς διαφαινόταν ολοένα και περισσότερο η αδυναμία της να ελέγξει τις εξεγέρσεις στην περιοχή. Παράλληλα, η δράση των Βουλγάρων περιορίστηκε κάπως τα επόμενα χρόνια και συναντούσε αντιδράσεις από τους γηγενείς κατοίκους.
Πηχεωνικά
Όπως προαναφέρθηκε, στις παραμονές του Ρωσοτουρκικού πολέμου άτακτοι Τουρκαλβανοί της Δίβρας προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλατικές επιδρομές που κράτησαν μέχρι το 1882. Παράλληλα, βουλγάρικα αντάρτικα σώματα δρούσαν στις περιοχές των Σερρών, του Μελενίκου, της Δράμας και της Στρώμνιτσας, υποστηριζόμενα από βούλγαρους πράκτορες και τον υπάλληλο του ρωσικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη Μπόσκο. Το 1879 έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στα Κορέστεια, λεηλάτησαν αρκετούς οικισμούς και συλήφθησαν από τους Τούρκους. Κατά την ανάκρισή τους ομολόγησαν πως ανήκαν στα σώματα εθνοφρουράς της Ανατολικής Ρωμυλίας και στάλθηκαν να υπερασπίσουν τις ‘’βουλγάρικες’’ επαρχίες από τα ελληνικά αντάρτικα σώματα[16]. Συνοπτικά, οι ντόπιοι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής αντιμετώπιζαν εκτός τις παραπάνω επιδρομές, τις σποραδικές τούρκικες αυθαιρεσίες, τις εχθρικές αναφορές των ξένων απεσταλμένων στην Μακεδονία , την εκπαιδευτική προπαγάνδα Βουλγάρων και Ρουμάνων, ακόμη και τις ληστείες ελλήνων κλεφτών. Οι Οθωμανοί κρατούσαν μια μεταβαλλόμενη στάση απέναντι στους εξαρχικούς, άλλοτε εχθρική και άλλοτε ανεκτική ή υποθάλπτουσα, όπως κατά την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας τον Σεπτέμβριο του 1885.
Η οικία του Α. Πηχεών στην πλατεία του Ντολτσό
στην Καστοριά, όπου διατάχθηκε έρευνα από
τον Κιανή Μπέη
To 1882 ο Α. Πηχεών παραιτείται από τη θέση δασκάλου που κατείχε και αφοσιώνεται πλήρως στα εθνικά ζητήματα. Αλληλογραφούσε συνεχώς με τις προξενικές αρχές Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας να οργανώσει και να συντονίσει τον εθνικό αγώνα. Ιδιαίτερες σχέσεις αναπτύσσει με τους οπλαρχηγούς Μπρούφα και Καραναούμη, που συνέχισαν να δρούν στην περιοχή, εξοπλίζοντάς τους με όπλα και πολεμοφόδια. Συνεργάτες του στην Καστοριά οι ιατροί Ι. Αργυρόπουλος, Ι. Σιώμος και Α. Βούζας, ο Β. Διαμαντόπουλος, οι αδελφοί Ωρολογόπουλοι, ο Ν. Τουτουντζής, ο Ι. Παπαμαντζάρης και πλήθος άλλων προκρίτων και έμπιστων χωρικών που εκτελούσαν χρέη μυστικών ταχυδρόμων[17]. Όλοι αυτοί, μαζί με σημαίνοντα πρόσωπα της Κλεισούρας, του Βογατσικού, του Νυμφαίου και του Μοναστηρίου είχαν μυηθεί στη μυστική οργάνωση του Πηχεώνα. Βασικός εχθρός αποτελούσε ο πράκτορας του Μακεδονορουμανικού Κομιτάτου Α. Μαργαρίτης, που είχε ως μοναδικό στόχο την εξάπλωση της ρουμανικής προπαγάνδας και την υπονόμευση των ελληνικών κινήσεων με κάθε πιθανό μέσο. Για τον λόγο αυτό προσεταιριζόταν επί μονίμου βάσεως τους οθωμανούς μπέηδες, τους εξαρχικούς και τους ξένους απεσταλμένους στο Μοναστήρι, που διακρινόταν για τα ανθελληνικά φρονήματά τους. Τον Ιανουάριο του 1887, μετά από προδοσία του Μαργαρίτη, ο προσωπικός του φίλος Κιανή Μπέης διατάζει κατ’ οίκον έρευνα στο σπίτι του Πηχεών στην Καστοριά. Οι τούρκοι χωροφύλακες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον κρυμμένο οπλισμό ούτε την αλληλογραφία, παρ’ όλα αυτά συλλαμβάνουν τον ιδιοκτήτη για ένα βιβλίο με ελληνικά εθνικιστικά ποιήματα[18]. Με ταυτόχρονες ενέργειες του Χαλήλ Ρεφάτ Πασά κατόπιν υποδείξεων του Μαργαρίτη γίνονται εκτεταμένες συλλήψεις σε όλη τη Δυτική Μακεδονία. Από την περιοχή της Καστοριάς προσάχθηκαν επανειλημμένα στο Μοναστήρι αρκετά άτομα, ιδίως από την Κλεισούρα, και μετά από ανακρίσεις επιβλήθηκαν διάφορες ποινές από τα έκτατα στρατοδικεία. Η απουσία σοβαρών ενοχοποιητικών στοιχείων οδήγησε σε μικρές ποινές φυλάκισης, εξορίας ή χρηματικού προστίμου[19]. Ο Πηχεών εξορίστηκε για πέντε χρόνια στην Πτολεμαΐδα της Λιβύης, απ’ όπου απέδρασε. Στη συνέχεια εργάστηκε ως δάσκαλος στην Αθήνα και επέστρεψε στην Καστοριά το 1908, όπου και πέθανε. Οι γενικότερες αναταρραχές και τα κύματα συλλήψεων που έγιναν το διάστημα 1887-90 στην περιοχή της Βορειοδυτικής Μακεδονίας είναι γνωστά στη σύγχρονη εποχή με τον όρο ‘’Πηχεωνικά’’.
Ο Χαλίλ Ρηφάτ Πασάς (1820-1901)
διετέλεσε Βαλής του Μοναστηρίου
κατά την περίοδο των Πηχεωνικών (1887)
Μετά το 1890 γίνεται ακόμα περισσότερο αισθητή η παρουσία των Βουλγάρων και Ρουμάνων στον μακεδονικό χώρο. Οι συνεχείς πιέσεις στην οθωμανική εξουσία έχουν ως αποτέλεσμα την ίδρυση 4 βουλγαρικών επισκοπών στην Αχρίδα, τα Σκόπια (1890), το Νευροκόπι και τα Βελεσσά (1894), όπως και την απόφαση ίδρυσης ρουμάνικης επισκοπής στο Μοναστήρι, που τελικά δεν υλοποιήθηκε. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της βόρειας Μακεδονίας απομονώνονται και σταδιακά διαφεύγουν νότια ή εκβουλγαρίζονται. Σφοδρές ταραχές ξεσπούν το 1890-91 σε Νυμφαίο και Κλεισούρα λόγω της προσπάθειας των ρουμανιζόντων να καταλάβουν εκκλησίες. Εκτός του Α. Μαργαρίτη προσυλητιστική δράση στην περιοχή αναλαμβάνουν τέσσερις ιερείς, μεταξύ των οποίων ο Ν. Ποπέσκου της Κλεισούρας[20]. Αυτή την περίοδο η στάση των Οθωμανών είναι ιδιαίτερα ελαστική προς τις επεκτατικές βλέψεις των εξαρχικών, με αποτέλεσμα τη ραγδαία εξάπλωσή τους τα επόμενα χρόνια, και εχθρική προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης με την κατάργηση πολλών προνομίων.
πηγές εικόνων:
αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης
αρχείο Ιστορικού Λαογραφικού και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης
S. Tefvik, Devlet-i-Aliye-i Osmaniye ve Yunan muharebesi (τουρκ), Istanbul, 1899
panoramio.com
en.wikipedia.org (public domain)
[1] Χ. Παπαστάθης, Η Εκκλησία και ο Μακεδονικός Αγώνας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 64-66
[2] Ε. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, από το τέλος της Κρητικής Επανάστασης στην προσάρτηση της Θεσσαλίας, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1981, σ.
[3] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1883, σ. 75
[4] Ο σημαντικότερος και αυταρχικότερος τοπάρχης της Καστοριάς ήταν ο τουρκαλβανός Σαχίν Μπέης που είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Κοστούρης’’. Διοικησε την πόλη για 50 περίπου χρόνια από τα τέλη της δεκαετίας του 1820 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870.
[5] Χαρακτηριστική είναι η ίδρυση του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο, που στην ουσία προπαγάνδιζε μόνο υπέρ των βουλγαρικών αξιώσεων
[6] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 38
[7] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1883, σ. 354-373
[8] Ν. Σιώκης, Ο μακεδονομάχος ιατρός Ιωάννης Αργυρόπουλος (1852-1920) μέσα από τις σελίδες μιας ανέκδοτης εξιστόρησης του βίου και της εθνικής δράσης του, Συνέδριο Μακεδονικός Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά (2004), Θεσ/νίκη, 2006, σ. 195, 196
[9] Ε. Κουτσιαύτης, Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς (1872-1876), Θεσ/νίκη, 2010, σ. 62-72
[10] Ιδρυτικά μέλη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς ήταν οι: Μητροπολίτης Νικηφόρος, Ι. Σιώμος, Α. Πηχεών, Ν. Δράσκας, Δ. Καραμπίνας, αδελφοί Τζιάττα, Θ. Σκούταρης, Ι. Αϊβάζης, Ι. Ισιδωρίδης και Ι. Παπαμαντζάρης.
[11] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966
[12] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 197
[13] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966, σ. 57
[14] Ε. Κωφός, Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και η Επανάσταση του 1878: τα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, περ. Μακεδονικά 20 (1980), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, σ. 193-208
[15] Α. Κωστόπουλος, Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του έθνους, Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Νομού Κοζάνης, Θεσ/νίκη, 1970, σ. 150, 151
[16] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώϊμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1883, σ. 79
[17] ο.π, σ. 405, 406
[18] ο.π, σ. 427-429
[19] ο.π, σ. 241-244
[20] ο.π, σ. 308
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου